Λεξισκόπιο: σύντομα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σύ-ντο-μα

Μορφολογία

σύντομα & λόγ. συντόμως επίρρ.

συντομότερα επίρρ. συγκρ.

συντομότατα επίρρ. υπερθ.


σύντομος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσύντομοςοισύντομοι
Γενικήτουσύντομουτωνσύντομων
Αιτιατικήτοσύντομοτουςσύντομους
Κλητική σύντομε σύντομοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησύντομηοισύντομες
Γενικήτηςσύντομηςτωνσύντομων
Αιτιατικήτησύντομητιςσύντομες
Κλητική σύντομη σύντομες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσύντομοτασύντομα
Γενικήτουσύντομουτωνσύντομων
Αιτιατικήτοσύντομοτασύντομα
Κλητική σύντομο σύντομα

συντομότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυντομότεροςοισυντομότεροι
Γενικήτουσυντομότερουτωνσυντομότερων
Αιτιατικήτοσυντομότεροτουςσυντομότερους
Κλητική συντομότερε συντομότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυντομότερηοισυντομότερες
Γενικήτηςσυντομότερηςτωνσυντομότερων
Αιτιατικήτησυντομότερητιςσυντομότερες
Κλητική συντομότερη συντομότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυντομότεροτασυντομότερα
Γενικήτουσυντομότερουτωνσυντομότερων
Αιτιατικήτοσυντομότεροτασυντομότερα
Κλητική συντομότερο συντομότερα

συντομότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυντομότατοςοισυντομότατοι
Γενικήτουσυντομότατουτωνσυντομότατων
Αιτιατικήτοσυντομότατοτουςσυντομότατους
Κλητική συντομότατε συντομότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυντομότατηοισυντομότατες
Γενικήτηςσυντομότατηςτωνσυντομότατων
Αιτιατικήτησυντομότατητιςσυντομότατες
Κλητική συντομότατη συντομότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυντομότατοτασυντομότατα
Γενικήτουσυντομότατουτωνσυντομότατων
Αιτιατικήτοσυντομότατοτασυντομότατα
Κλητική συντομότατο συντομότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

σύντομα επίρρ.

  1. Σπροσεχώς, στο εγγύς μέλλον λόγ.
  2. Σεν συντομία λόγ., συνοπτικά

σύντομος επίθ.

  1. Σβραχύς2 λόγ.: σύντομο χρονικό διάστημα Αμακρύς3
  2. Σκοντινός1: Ακολούθησαν τον πιο σύντομο δρόμο. Αμακρινός2
  3. Σσυνοπτικός: σύντομη παρουσίαση Αεκτενής, αναλυτικός2

Προθήματα - Επιθήματα

συν- [sin]

σύν- [sín] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
συμ- [sim] και σύμ- [sím] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
συγ- [siŋ] και σύγ- [síŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
συλ- [sil] και σύλ- [síl] πριν από /λ/
συρ- [sir] και σύρ- [sír] πριν από /ρ/
συσ- [sis] και σύσ- [sís] πριν από /σ/
συ- [si] και σύ- [sí] πριν από /σ/ ή /ζ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση συν.

1. Από κοινού

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται από κοινού ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, ο συγκατηγορούμενος κατηγορείται για κάτι που έκανε μαζί με κάποιον άλλο, ενώ ο συμπαρουσιαστής μιας τηλεοπτικής εκπομπής την παρουσιάζει μαζί με το βασικό παρουσιαστή.

συγκατηγορούμενος (θηλ. -η)

συγκυρίαρχος, -η, -ο

συγκατοικώ

συγκάτοικος

συγχαρητήριος, -α, -ο

συγκυβερνώ

συγκάτοχος

συλλυπητήριος, -α, -ο

συγχαίρω

συγκυριότητα

σύμφωνος, -η, -ο

συζώ

συγχαρητήρια

συλλυπούμαι

συλλαλητήριο

συμβαδίζω

συλλείτουργο

συμμετέχω

συλλυπητήρια

συμπλέω

συμμαθητής (θηλ. -τρια)

συμπράττω

συμπαρουσιαστής (θηλ. -τρια)

συμφωνώ

συμπολεμιστής (θηλ. -τρια)

συνεργάζομαι

σύμπραξη

συμπρωταγωνιστής (θηλ. -τρια)

συμφοιτητής (θηλ. -τρια)

συμφωνία

συνεργασία

συνεργάτης (θηλ. -ιδα)

συνιδιοκτήτης (θηλ. -τρια)

2. Κοινό χαρακτηριστικό

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα χαρακτηριστικό υπάρχει σε απόλυτη ομοιότητα μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, δύο συνομήλικοι έχουν την ίδια ηλικία, ενώ δύο λέξεις είναι συνώνυμες όταν έχουν την ίδια σημασία.

σύγκριση

συγκαιρινός, -ή, -ό

συγκρίνω

συγχορδία (μουσ.)

σύγχρονος, -η, -ο

συγχρονίζω

συγχρονισμός

συμμετρικός, -ή, -ό

συμμετρία

συναφής, -ής, -ές

συνάφεια

συνομήλικος, -η, -ο

συνωνυμία

συνονόματος, -η, -ο

συνώνυμος, -η, -ο

3. Ένωση

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κτλ. σε έναν ορισμένο τόπο και συνήθως με ένα κοινό στόχο. Για παράδειγμα, η συγχώνευση δύο εταιρειών είναι η ένωσή τους σε μία νέα εταιρεία με κοινή διοίκηση· όταν γίνεται συνέλευση τα μέλη μιας ομάδας συγκεντρώνονται κάπου για να συζητήσουν και για να πάρουν αποφάσεις σχετικά με κάποιο θέμα που τους αφορά.

συγκέντρωση

συγκαλώ

συγκρότημα

συγκαταλέγω

συγκρότηση

συγκεντρώνω

συγχώνευση

συγκεφαλαιώνω

σύζευξη

συγκροτώ

σύνδεση

συγχωνεύω

σύνδεσμος

συλλέγω

συνέλευση

συμμαζεύω

συνεύρεση

συνδέω

συνομοσπονδία

συνενώνω

συντροφιά

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Κάποια ουσιαστικά με το συν- δηλώνουν στενούς δεσμούς μεταξύ προσώπων.

συγγενής, σύζυγος, σύντροφος

(ιατρ.) Το συν- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι δύο ή περισσότερα μέλη του σώματος είναι ενωμένα λόγω παθολογικής αιτίας.

σύμμυση, συνδακτυλία, συνοστέωση

-τομ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τομ- αναφέρονται στο κόψιμο ή στη χάραξη με αιχμηρό αντικείμενο, πολλές φορές με σκοπό κάποια ιατρική εξέταση ή επέμβαση.Το συστατικό -τομ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό τόμος (= κομμάτι, φέτα). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τομώ [tomó]

Για παράδειγμα, όταν διχοτομούμε μια έκταση τη διαιρούμε σε δύο ίσα μέρη, ενώ όταν υλοτομούμε ένα δάσος κόβουμε τα δέντρα με σκοπό την παραγωγή ξυλείας.

διχοτομώ, καινοτομώ, καρατομώ, ορθοτομώ, ρυμοτομώ, τριχοτομώ, υλοτομώ

Ουσιαστικά

-τομείο [tomío]

Για παράδειγμα, το λατομείο είναι το μέρος όπου γίνεται εξόρυξη μαρμάρου και πέτρας, ενώ το νεκροτομείο είναι το μέρος όπου γίνεται νεκροψία και νεκροτομή των πτωμάτων.

ανατομείο, λατομείο, νεκροτομείο

-τομή [tomí]

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η τραχειοτομή είναι η τομή και διάνοιξη της τραχείας με χειρουργική επέμβαση.

θωρακοτομή, κρανιοτομή, λοβοτομή, νεκροτομή, περιτομή, τραχειοτομή

⇨ Συχνότεροι με αυτή τη σημασία είναι οι τύποι σε -εκτομή*.

✔ Η λέξη κατατομή έχει διαφορετική σημασία και δηλώνει την πλάγια όψη ενός προσώπου (προφίλ).

-τόμηση [tómisi]

Για παράδειγμα, η υλοτόμηση είναι το συστηματικό κόψιμο δέντρων με σκοπό την παραγωγή ξυλείας.

διχοτόμηση, καρατόμηση, λατόμηση, λοβοτόμηση (ιατρ.), λοξοτόμηση, ορθοτόμηση, ρυμοτόμηση, σπειροτόμηση (ιατρ.), υλοτόμηση

-τομία [tomía]

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η οστεοτομία είναι η χάραξη του οστού με χειρουργική επέμβαση.

ανατομία, καρδιοτομία, λαπαροτομία, νεκροτομία, οστεοτομία, τραχειοτομία, φλεβοτομία

⇨ Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και το -εκτομία*.

✔ Κάποιες λέξεις σε -τομία ανήκουν στο γενικό λεξιλόγιο. Για παράδειγμα, η ρυμοτομία είναι ο κλάδος της πολεοδομίας που ασχολείται με τη χάραξη των δρόμων σε ένα οικισμό, ενώ καινοτομία είναι καθετί νέο και πρωτοποριακό.

διχοτομία, καινοτομία, ρυμοτομία, τριχοτομία, υλοτομία

-τόμος [tómos]

Για παράδειγμα, ο νεκροτόμος είναι ο επιστήμονας που ανοίγει τα πτώματα για να κάνει νεκροψία.

ανατόμος, λιθοτόμος, νεκροτόμος, οστεοτόμος (ιατρ.), ρυμοτόμος, σπειροτόμος (τεχν.), υλοτόμος

✔ Σπάνια είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -τόμος.

διχοτόμος (γεωμ.), λαιμητόμος

Επίθετα

-τομικός [tomikós], -τομική, -τομικό

Για παράδειγμα, το ρυμοτομικό σχέδιο ενός οικισμού αφορά τη χάραξη των δρόμων.

ανατομικός, διχοτομικός, ρυμοτομικός, υλοτομικός

-τομος [tomos], -τομη, -τομο

Για παράδειγμα, μια δεκάτομη εγκυκλοπαίδεια αποτελείται από δέκα τόμους, ενώ ένα επίτομο λεξικό μόνον από έναν.

δεκάτομος, δίτομος, δωδεκάτομος, εξάτομος, επίτομος, επτάτομος, οκτάτομος, πεντάτομος, πολύτομος, σύντομος, τετράτομος, τρίτομος

-τόμος [tómos], -τόμα, -τόμο (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, οι καινοτόμες ιδέες εισάγουν κάτι νέο και πρωτοποριακό.

καινοτόμος

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.