Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
σχο-λα-στι-κός
Μορφολογία
σχολαστικός1 επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σχολαστικός | οι | σχολαστικοί |
Γενική | του | σχολαστικού | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | το | σχολαστικό | τους | σχολαστικούς |
Κλητική | | σχολαστικέ | | σχολαστικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σχολαστική | οι | σχολαστικές |
Γενική | της | σχολαστικής | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | τη | σχολαστική | τις | σχολαστικές |
Κλητική | | σχολαστική | | σχολαστικές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σχολαστικό | τα | σχολαστικά |
Γενική | του | σχολαστικού | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | το | σχολαστικό | τα | σχολαστικά |
Κλητική | | σχολαστικό | | σχολαστικά |
|
σχολαστικός2 επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σχολαστικός | οι | σχολαστικοί |
Γενική | του | σχολαστικού | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | το | σχολαστικό | τους | σχολαστικούς |
Κλητική | | σχολαστικέ | | σχολαστικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σχολαστική | οι | σχολαστικές |
Γενική | της | σχολαστικής | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | τη | σχολαστική | τις | σχολαστικές |
Κλητική | | σχολαστική | | σχολαστικές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σχολαστικό | τα | σχολαστικά |
Γενική | του | σχολαστικού | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | το | σχολαστικό | τα | σχολαστικά |
Κλητική | | σχολαστικό | | σχολαστικά |
|
σχολαστικότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σχολαστικότερος | οι | σχολαστικότεροι |
Γενική | του | σχολαστικότερου | των | σχολαστικότερων |
Αιτιατική | το | σχολαστικότερο | τους | σχολαστικότερους |
Κλητική | | σχολαστικότερε | | σχολαστικότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σχολαστικότερη | οι | σχολαστικότερες |
Γενική | της | σχολαστικότερης | των | σχολαστικότερων |
Αιτιατική | τη | σχολαστικότερη | τις | σχολαστικότερες |
Κλητική | | σχολαστικότερη | | σχολαστικότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σχολαστικότερο | τα | σχολαστικότερα |
Γενική | του | σχολαστικότερου | των | σχολαστικότερων |
Αιτιατική | το | σχολαστικότερο | τα | σχολαστικότερα |
Κλητική | | σχολαστικότερο | | σχολαστικότερα |
|
σχολαστικότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σχολαστικότατος | οι | σχολαστικότατοι |
Γενική | του | σχολαστικότατου | των | σχολαστικότατων |
Αιτιατική | το | σχολαστικότατο | τους | σχολαστικότατους |
Κλητική | | σχολαστικότατε | | σχολαστικότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | σχολαστικότατη | οι | σχολαστικότατες |
Γενική | της | σχολαστικότατης | των | σχολαστικότατων |
Αιτιατική | τη | σχολαστικότατη | τις | σχολαστικότατες |
Κλητική | | σχολαστικότατη | | σχολαστικότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | σχολαστικότατο | τα | σχολαστικότατα |
Γενική | του | σχολαστικότατου | των | σχολαστικότατων |
Αιτιατική | το | σχολαστικότατο | τα | σχολαστικότατα |
Κλητική | | σχολαστικότατο | | σχολαστικότατα |
|
σχολαστικός ουσ. αρσ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | σχολαστικός | οι | σχολαστικοί |
Γενική | του | σχολαστικού | των | σχολαστικών |
Αιτιατική | το | σχολαστικό | τους | σχολαστικούς |
Κλητική | | σχολαστικέ | | σχολαστικοί |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
σχολαστικός επίθ.
- Σ: τυπολάτρης, φορμαλιστής
- Σ: τυπολατρικός, φορμαλιστικός
- Σ: λεπτολόγος, ψιλολόγος
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.