Λεξισκόπιο: συμπαραστάθηκα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-μπα-ρα-στά-θη-κα

Μορφολογία

συμπαραστέκομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπαραστέκομαισυμπαραστεκόμαστε
Βσυμπαραστέκεσαισυμπαραστέκεστε & συμπαραστεκόσαστε προφ.
Γσυμπαραστέκεταισυμπαραστέκονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσυμπαραστέκεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσυμπαραστεκόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπαραστάθηκασυμπαρασταθήκαμε
Βσυμπαραστάθηκεςσυμπαρασταθήκατε
Γσυμπαραστάθηκεσυμπαραστάθηκαν & συμπαρασταθήκαν προφ. & συμπαρασταθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπαρασταθώσυμπαρασταθούμε
Βσυμπαρασταθείςσυμπαρασταθείτε
Γσυμπαρασταθείσυμπαρασταθούν & συμπαρασταθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυμπαραστάσουσυμπαρασταθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσυμπαρασταθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπαραστεκόμουν & συμπαραστεκόμουνα προφ. συμπαραστεκόμασταν & συμπαραστεκόμαστε
Βσυμπαραστεκόσουν & συμπαραστεκόσουνα προφ. συμπαραστεκόσασταν & συμπαραστεκόσαστε προφ.
Γσυμπαραστεκόταν & συμπαραστεκότανε προφ. συμπαραστέκονταν & συμπαραστεκόντανε προφ. & συμπαραστεκόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

συμπαραστέκομαι & λόγ. συμπαρίσταμαι ρήμ.

Σπαραστέκομαι, υποστηρίζω2

συμπαραστάθηκα

Σστάθηκα2, βρέθηκα2: Της συμπαραστάθηκε όσο κανείς.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.