Λεξισκόπιο: συγχύζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συγ-χύ-ζω

Μορφολογία

συγχύζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγχύζωσυγχύζουμε & συγχύζομε διαλ.
Βσυγχύζειςσυγχύζετε
Γσυγχύζεισυγχύζουν & συγχύζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσύγχυζεσυγχύζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσυγχύζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασύγχυσασυγχύσαμε
Βσύγχυσεςσυγχύσατε
Γσύγχυσεσύγχυσαν & συγχύσαν προφ. & συγχύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγχύσωσυγχύσουμε & συγχύσομε διαλ.
Βσυγχύσειςσυγχύσετε
Γσυγχύσεισυγχύσουν & συγχύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσύγχυσεσυγχύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσυγχύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασύγχυζασυγχύζαμε
Βσύγχυζεςσυγχύζατε
Γσύγχυζεσύγχυζαν & συγχύζαν προφ. & συγχύζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγχύζομαισυγχυζόμαστε
Βσυγχύζεσαισυγχύζεστε & συγχυζόσαστε προφ.
Γσυγχύζεταισυγχύζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσυγχύζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσυγχυζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγχύστηκασυγχυστήκαμε
Βσυγχύστηκεςσυγχυστήκατε
Γσυγχύστηκεσυγχύστηκαν & συγχυστήκαν προφ. & συγχυστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγχυστώσυγχυστούμε
Βσυγχυστείςσυγχυστείτε
Γσυγχυστείσυγχυστούν & συγχυστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυγχύσουσυγχυστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσυγχυστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγχυζόμουν & συγχυζόμουνα προφ. συγχυζόμασταν & συγχυζόμαστε
Βσυγχυζόσουν & συγχυζόσουνα προφ. συγχυζόσασταν & συγχυζόσαστε προφ.
Γσυγχυζόταν & συγχυζότανε προφ. συγχύζονταν & συγχυζόντανε προφ. & συγχυζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσυγχυσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

συγχύζω ρήμ.

  1. Σταράζω1, αναστατώνω3
  2. Σθολώνω4
  3. Σεκνευρίζω

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.