Λεξισκόπιο: συγκρούομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-γκρού-ο-μαι

Μορφολογία

συγκρούομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγκρούομαισυγκρουόμαστε
Βσυγκρούεσαισυγκρούεστε & συγκρουόσαστε προφ.
Γσυγκρούεταισυγκρούονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσυγκρούεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσυγκρουόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγκρούστηκα & συγκρούσθηκα λόγ. συγκρουστήκαμε & συγκρουσθήκαμε λόγ.
Βσυγκρούστηκες & συγκρούσθηκες λόγ. συγκρουστήκατε & συγκρουσθήκατε λόγ.
Γσυγκρούστηκε & συγκρούσθηκε λόγ. συγκρούστηκαν & συγκρούσθηκαν λόγ. & συγκρουστήκαν προφ. & συγκρουστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγκρουστώ & συγκρουσθώ λόγ. συγκρουστούμε & συγκρουσθούμε λόγ.
Βσυγκρουστείς & συγκρουσθείς λόγ. συγκρουστείτε & συγκρουσθείτε λόγ.
Γσυγκρουστεί & συγκρουσθεί λόγ. συγκρουστούν & συγκρουσθούν λόγ. & συγκρουσθούνε λόγ. & συγκρουστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυγκρούσουσυγκρουστείτε & συγκρουσθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοσυγκρουστεί & συγκρουσθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυγκρουόμουν & συγκρουόμουνα προφ. συγκρουόμασταν & συγκρουόμαστε
Βσυγκρουόσουν & συγκρουόσουνα προφ. συγκρουόσασταν & συγκρουόσαστε προφ.
Γσυγκρουόταν & συγκρουότανε προφ. συγκρούονταν & συγκρουόντανε προφ. & συγκρουόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσυγκρουσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

συγκρούομαι ρήμ.

  1. Στρακάρω1 προφ.
  2. Σέρχομαι σε σύγκρουση
  3. Σσυμπλέκομαι, πιάνομαι3 προφ.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.