Λεξισκόπιο: σκοτεινιάζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σκο-τει-νιά-ζει

Μορφολογία

σκοτεινιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκοτεινιάζωσκοτεινιάζουμε & σκοτεινιάζομε διαλ.
Βσκοτεινιάζειςσκοτεινιάζετε
Γσκοτεινιάζεισκοτεινιάζουν & σκοτεινιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκοτείνιαζεσκοτεινιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσκοτεινιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκοτείνιασασκοτεινιάσαμε
Βσκοτείνιασεςσκοτεινιάσατε
Γσκοτείνιασεσκοτείνιασαν & σκοτεινιάσαν προφ. & σκοτεινιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκοτεινιάσωσκοτεινιάσουμε & σκοτεινιάσομε διαλ.
Βσκοτεινιάσειςσκοτεινιάσετε
Γσκοτεινιάσεισκοτεινιάσουν & σκοτεινιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκοτείνιασεσκοτεινιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσκοτεινιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκοτείνιαζασκοτεινιάζαμε
Βσκοτείνιαζεςσκοτεινιάζατε
Γσκοτείνιαζεσκοτείνιαζαν & σκοτεινιάζαν προφ. & σκοτεινιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήσκοτεινιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σκοτεινιάζω ρήμ.

Σσυσκοτίζω1 λόγ. Αφωτίζω1

σκοτεινιάζει

  1. Σγίνεται σκοτεινός, μαυρίζει1 Αλάμπει3, φωτίζεται
  2. Σβραδιάζει, νυχτώνει

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.