Λεξισκόπιο: σβησμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σβη-σμέ-νος

Μορφολογία

σβήνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασβήνωσβήνουμε & σβήνομε διαλ.
Βσβήνειςσβήνετε
Γσβήνεισβήνουν & σβήνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσβήνεσβήνετε
Ενεστώτας-Μετοχήσβήνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσβησασβήσαμε
Βέσβησεςσβήσατε
Γέσβησεέσβησαν & σβήσαν προφ. & σβήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασβήσωσβήσουμε & σβήσομε διαλ.
Βσβήσειςσβήσετε
Γσβήσεισβήσουν & σβήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσβήσεσβήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσβήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσβηνασβήναμε
Βέσβηνεςσβήνατε
Γέσβηνεέσβηναν & σβήναν προφ. & σβήνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασβήνομαισβηνόμαστε
Βσβήνεσαισβήνεστε & σβηνόσαστε προφ.
Γσβήνεταισβήνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσβήνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασβήστηκασβηστήκαμε
Βσβήστηκεςσβηστήκατε
Γσβήστηκεσβήστηκαν & σβηστήκαν προφ. & σβηστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασβηστώσβηστούμε
Βσβηστείςσβηστείτε
Γσβηστείσβηστούν & σβηστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσβήσουσβηστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσβηστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασβηνόμουν & σβηνόμουνα προφ. σβηνόμασταν & σβηνόμαστε
Βσβηνόσουν & σβηνόσουνα προφ. σβηνόσασταν & σβηνόσαστε προφ.
Γσβηνόταν & σβηνότανε προφ. σβήνονταν & σβηνόντανε προφ. & σβηνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσβησμένος

σβησμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσβησμένοςοισβησμένοι
Γενικήτουσβησμένουτωνσβησμένων
Αιτιατικήτοσβησμένοτουςσβησμένους
Κλητική σβησμένε σβησμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησβησμένηοισβησμένες
Γενικήτηςσβησμένηςτωνσβησμένων
Αιτιατικήτησβησμένητιςσβησμένες
Κλητική σβησμένη σβησμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσβησμένοτασβησμένα
Γενικήτουσβησμένουτωνσβησμένων
Αιτιατικήτοσβησμένοτασβησμένα
Κλητική σβησμένο σβησμένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

σβήνω ρήμ.

  1. Σ: κατασβήνω: Έσβησαν την πυρκαγιά. Αανάβω1
  2. Σκλείνω: Σβήσε την τηλεόραση. Αανοίγω
  3. Σδιαγράφω1, απαλείφω1: Να σβηστεί η τελευταία παράγραφος.
  4. Σεξαφανίζω2, εξαλείφω: Θέλω να σβήσω την ανάμνησή του.
  5. Σκατασιγάζω λόγ., κατευνάζω, καταπραΰνω: Έσβησε την επιθυμία της.
  6. Σλιποθυμάω
  7. Σξεψυχάω, πεθαίνω1

σβήνει

  1. Σ: παύει να καίει: Έσβησε η φωτιά.
  2. Σκαταλαγιάζει1, καλμάρει προφ.: Έσβησε ο θυμός.

ΕΚΦ: σβήνω τη δίψα μου


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.