Λεξισκόπιο: πόδια

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πό-δια

Μορφολογία

πόδι ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπόδιταπόδια
Γενικήτουποδιούτωνποδιών
Αιτιατικήτοπόδιταπόδια
Κλητική πόδι πόδια

ποδαράκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοποδαράκιταποδαράκια
Γενική------
Αιτιατικήτοποδαράκιταποδαράκια
Κλητική ποδαράκι ποδαράκια

ποδάρα ουσ. θηλ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηποδάραοιποδάρες
Γενικήτηςποδάρας---
Αιτιατικήτηνποδάρατιςποδάρες
Κλητική ποδάρα ποδάρες

Συνώνυμα - Αντίθετα

πόδι ουσ.

Σποδάρι προφ., σκέλος1 λόγ., αρίδα προφ.

πόδια

Σκάτω άκρα

ΕΚΦ: βάζω πόδι, βάζω φτερά στα πόδια, παίρνω πόδι, πατάω πόδι, πατάω το πόδι μου, σηκώνω στο πόδι, το βάζω στα πόδια


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.