Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πυ-ρα-κτω-μέ-νος
Μορφολογία
πυρακτώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυρακτώνω | πυρακτώνουμε & πυρακτώνομε διαλ. |
Β | πυρακτώνεις | πυρακτώνετε |
Γ | πυρακτώνει | πυρακτώνουν & πυρακτώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πυράκτωνε | πυρακτώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πυρακτώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυράκτωσα | πυρακτώσαμε |
Β | πυράκτωσες | πυρακτώσατε |
Γ | πυράκτωσε | πυράκτωσαν & πυρακτώσαν προφ. & πυρακτώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυρακτώσω | πυρακτώσουμε & πυρακτώσομε διαλ. |
Β | πυρακτώσεις | πυρακτώσετε |
Γ | πυρακτώσει | πυρακτώσουν & πυρακτώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πυράκτωσε | πυρακτώσετε & πυρακτώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πυρακτώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυράκτωνα | πυρακτώναμε |
Β | πυράκτωνες | πυρακτώνατε |
Γ | πυράκτωνε | πυράκτωναν & πυρακτώναν προφ. & πυρακτώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυρακτώνομαι | πυρακτωνόμαστε |
Β | πυρακτώνεσαι | πυρακτώνεστε & πυρακτωνόσαστε προφ. |
Γ | πυρακτώνεται | πυρακτώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | πυρακτώνεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πυρακτούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυρακτώθηκα | πυρακτωθήκαμε |
Β | πυρακτώθηκες | πυρακτωθήκατε |
Γ | πυρακτώθηκε | πυρακτώθηκαν & πυρακτωθήκαν προφ. & πυρακτωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυρακτωθώ | πυρακτωθούμε |
Β | πυρακτωθείς | πυρακτωθείτε |
Γ | πυρακτωθεί | πυρακτωθούν & πυρακτωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πυρακτώσου | πυρακτωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πυρακτωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πυρακτωνόμουν & πυρακτωνόμουνα προφ. | πυρακτωνόμασταν & πυρακτωνόμαστε |
Β | πυρακτωνόσουν & πυρακτωνόσουνα προφ. | πυρακτωνόσασταν & πυρακτωνόσαστε προφ. |
Γ | πυρακτωνόταν & πυρακτωνότανε προφ. | πυρακτώνονταν & πυρακτωνόντανε προφ. & πυρακτωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πυρακτωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
πυρακτώνω ρήμ.
Σ: πυρώνω1: πυρακτωμένο σίδερο
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.