Λεξισκόπιο: πυκνός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πυ-κνός

Μορφολογία

πυκνός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπυκνόςοιπυκνοί
Γενικήτουπυκνούτωνπυκνών
Αιτιατικήτονπυκνότουςπυκνούς
Κλητική πυκνέ πυκνοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπυκνήοιπυκνές
Γενικήτηςπυκνήςτωνπυκνών
Αιτιατικήτηνπυκνήτιςπυκνές
Κλητική πυκνή πυκνές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπυκνόταπυκνά
Γενικήτουπυκνούτωνπυκνών
Αιτιατικήτοπυκνόταπυκνά
Κλητική πυκνό πυκνά

πυκνότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπυκνότεροςοιπυκνότεροι
Γενικήτουπυκνότερουτωνπυκνότερων
Αιτιατικήτονπυκνότεροτουςπυκνότερους
Κλητική πυκνότερε πυκνότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπυκνότερηοιπυκνότερες
Γενικήτηςπυκνότερηςτωνπυκνότερων
Αιτιατικήτηνπυκνότερητιςπυκνότερες
Κλητική πυκνότερη πυκνότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπυκνότεροταπυκνότερα
Γενικήτουπυκνότερουτωνπυκνότερων
Αιτιατικήτοπυκνότεροταπυκνότερα
Κλητική πυκνότερο πυκνότερα

πυκνότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπυκνότατοςοιπυκνότατοι
Γενικήτουπυκνότατουτωνπυκνότατων
Αιτιατικήτονπυκνότατοτουςπυκνότατους
Κλητική πυκνότατε πυκνότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπυκνότατηοιπυκνότατες
Γενικήτηςπυκνότατηςτωνπυκνότατων
Αιτιατικήτηνπυκνότατητιςπυκνότατες
Κλητική πυκνότατη πυκνότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπυκνότατοταπυκνότατα
Γενικήτουπυκνότατουτωνπυκνότατων
Αιτιατικήτοπυκνότατοταπυκνότατα
Κλητική πυκνότατο πυκνότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πυκνός επίθ.

  1. Σπαχύρρευστος, πηχτός1: πυκνό διάλυμα Ααραιός1, νερουλός1
  2. Σπαχύς3, δασύς1: πυκνά φυλλώματα
  3. Σαδιαπέραστος: πυκνή ομίχλη
  4. Σπεριεκτικός2: πυκνό ύφος Αχαλαρός7

πυκνοί

Σσυχνοί, τακτικοί: σε πυκνά διαστήματα


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.