Λεξισκόπιο: πρόθυμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πρό-θυ-μος

Μορφολογία

πρόθυμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρόθυμοςοιπρόθυμοι
Γενικήτουπρόθυμουτωνπρόθυμων
Αιτιατικήτονπρόθυμοτουςπρόθυμους
Κλητική πρόθυμε πρόθυμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρόθυμηοιπρόθυμες
Γενικήτηςπρόθυμηςτωνπρόθυμων
Αιτιατικήτηνπρόθυμητιςπρόθυμες
Κλητική πρόθυμη πρόθυμες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρόθυμοταπρόθυμα
Γενικήτουπρόθυμουτωνπρόθυμων
Αιτιατικήτοπρόθυμοταπρόθυμα
Κλητική πρόθυμο πρόθυμα

προθυμότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπροθυμότεροςοιπροθυμότεροι
Γενικήτουπροθυμότερουτωνπροθυμότερων
Αιτιατικήτονπροθυμότεροτουςπροθυμότερους
Κλητική προθυμότερε προθυμότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπροθυμότερηοιπροθυμότερες
Γενικήτηςπροθυμότερηςτωνπροθυμότερων
Αιτιατικήτηνπροθυμότερητιςπροθυμότερες
Κλητική προθυμότερη προθυμότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπροθυμότεροταπροθυμότερα
Γενικήτουπροθυμότερουτωνπροθυμότερων
Αιτιατικήτοπροθυμότεροταπροθυμότερα
Κλητική προθυμότερο προθυμότερα

προθυμότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπροθυμότατοςοιπροθυμότατοι
Γενικήτουπροθυμότατουτωνπροθυμότατων
Αιτιατικήτονπροθυμότατοτουςπροθυμότατους
Κλητική προθυμότατε προθυμότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπροθυμότατηοιπροθυμότατες
Γενικήτηςπροθυμότατηςτωνπροθυμότατων
Αιτιατικήτηνπροθυμότατητιςπροθυμότατες
Κλητική προθυμότατη προθυμότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπροθυμότατοταπροθυμότατα
Γενικήτουπροθυμότατουτωνπροθυμότατων
Αιτιατικήτοπροθυμότατοταπροθυμότατα
Κλητική προθυμότατο προθυμότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πρόθυμος επίθ.

Σδιατεθειμένος λόγ.: Ήταν πρόθυμη να βοηθήσει. Ααπρόθυμος


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.