Λεξισκόπιο: προσκρούω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-σκρού-ω

Μορφολογία

προσκρούω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσκρούωπροσκρούουμε & προσκρούομε διαλ.
Βπροσκρούειςπροσκρούετε
Γπροσκρούειπροσκρούουν & προσκρούουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόσκρουεπροσκρούετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσκρούοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέκρουσαπροσκρούσαμε
Βπροσέκρουσεςπροσκρούσατε
Γπροσέκρουσεπροσέκρουσαν & προσκρούσαν προφ. & προσκρούσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσκρούσωπροσκρούσουμε & προσκρούσομε διαλ.
Βπροσκρούσειςπροσκρούσετε
Γπροσκρούσειπροσκρούσουν & προσκρούσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόσκρουσεπροσκρούσετε & προσκρούστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσκρούσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέκρουαπροσκρούαμε
Βπροσέκρουεςπροσκρούατε
Γπροσέκρουεπροσέκρουαν & προσκρούαν προφ. & προσκρούανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσκρούω ρήμ. λόγ.

  1. Σπέφτω10, τρακάρω2 προφ., στουκάρω προφ., χτυπάω2: Επιβατικό προσέκρουσε σε νταλίκα.
  2. Σσκαλώνω προφ., σκοντάφτω2: Προσέκρουσε στη γραφειοκρατία.

προσκρούει

Σαντιβαίνει, αντίκειται: Το νομοσχέδιο προσκρούει στο σύνταγμα.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.