Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
προ-σκο-μί-ζω
Μορφολογία
προσκομίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκομίζω | προσκομίζουμε & προσκομίζομε διαλ. |
Β | προσκομίζεις | προσκομίζετε |
Γ | προσκομίζει | προσκομίζουν & προσκομίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | προσκόμιζε | προσκομίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | προσκομίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκόμισα | προσκομίσαμε |
Β | προσκόμισες | προσκομίσατε |
Γ | προσκόμισε | προσκόμισαν & προσκομίσαν προφ. & προσκομίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκομίσω | προσκομίσουμε & προσκομίσομε διαλ. |
Β | προσκομίσεις | προσκομίσετε |
Γ | προσκομίσει | προσκομίσουν & προσκομίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | προσκόμισε | προσκομίσετε & προσκομίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | προσκομίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκόμιζα | προσκομίζαμε |
Β | προσκόμιζες | προσκομίζατε |
Γ | προσκόμιζε | προσκόμιζαν & προσκομίζαν προφ. & προσκομίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκομίζομαι | προσκομιζόμαστε |
Β | προσκομίζεσαι | προσκομίζεστε & προσκομιζόσαστε προφ. |
Γ | προσκομίζεται | προσκομίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | προσκομίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | προσκομιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκομίστηκα & προσκομίσθηκα λόγ. | προσκομιστήκαμε & προσκομισθήκαμε λόγ. |
Β | προσκομίστηκες & προσκομίσθηκες λόγ. | προσκομιστήκατε & προσκομισθήκατε λόγ. |
Γ | προσκομίστηκε & προσκομίσθηκε λόγ. | προσκομίστηκαν & προσκομίσθηκαν λόγ. & προσκομιστήκαν προφ. & προσκομιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκομιστώ & προσκομισθώ λόγ. | προσκομιστούμε & προσκομισθούμε λόγ. |
Β | προσκομιστείς & προσκομισθείς λόγ. | προσκομιστείτε & προσκομισθείτε λόγ. |
Γ | προσκομιστεί & προσκομισθεί λόγ. | προσκομιστούν & προσκομισθούν λόγ. & προσκομισθούνε λόγ. & προσκομιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | προσκομίσου | προσκομιστείτε & προσκομισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | προσκομιστεί & προσκομισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | προσκομιζόμουν & προσκομιζόμουνα προφ. | προσκομιζόμασταν & προσκομιζόμαστε |
Β | προσκομιζόσουν & προσκομιζόσουνα προφ. | προσκομιζόσασταν & προσκομιζόσαστε προφ. |
Γ | προσκομιζόταν & προσκομιζότανε προφ. | προσκομίζονταν & προσκομιζόντανε προφ. & προσκομιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | προσκομισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
προσκομίζω ρήμ. λόγ.
- Σ: υποβάλλω1, καταθέτω2
- Σ: παρουσιάζω3, προσάγω2: Προσκόμισε στοιχεία για την αθωότητά του.
- Σ: φέρνω1: Το λαχείο τού προσκόμισε πολλά χρήματα.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.