Λεξισκόπιο: προσδένω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προσ-δέ-νω

Μορφολογία

προσδένω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσδένωπροσδένουμε & προσδένομε διαλ.
Βπροσδένειςπροσδένετε
Γπροσδένειπροσδένουν & προσδένουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόσδενεπροσδένετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσδένοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέδεσα & πρόσδεσαπροσδέσαμε
Βπροσέδεσες & πρόσδεσεςπροσδέσατε
Γπροσέδεσε & πρόσδεσεπροσέδεσαν & πρόσδεσαν & προσδέσαν προφ. & προσδέσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσδέσωπροσδέσουμε & προσδέσομε διαλ.
Βπροσδέσειςπροσδέσετε
Γπροσδέσειπροσδέσουν & προσδέσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόσδεσεπροσδέσετε & προσδέστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσδέσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέδενα & πρόσδεναπροσδέναμε
Βπροσέδενες & πρόσδενεςπροσδένατε
Γπροσέδενε & πρόσδενεπροσέδεναν & πρόσδεναν & προσδέναν προφ. & προσδένανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσδένομαιπροσδενόμαστε
Βπροσδένεσαιπροσδένεστε & προσδενόσαστε προφ.
Γπροσδένεταιπροσδένονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσδένεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσδενόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσδέθηκαπροσδεθήκαμε
Βπροσδέθηκεςπροσδεθήκατε
Γπροσδέθηκεπροσδέθηκαν & προσδεθήκαν προφ. & προσδεθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσδεθώπροσδεθούμε
Βπροσδεθείςπροσδεθείτε
Γπροσδεθείπροσδεθούν & προσδεθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσδέσουπροσδεθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσδεθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσδενόμουν & προσδενόμουνα προφ. προσδενόμασταν & προσδενόμαστε
Βπροσδενόσουν & προσδενόσουνα προφ. προσδενόσασταν & προσδενόσαστε προφ.
Γπροσδενόταν & προσδενότανε προφ. προσδένονταν & προσδενόντανε προφ. & προσδενόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροσδεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσδένω ρήμ. λόγ.

Σδένω1: Προσδεθείτε στο κάθισμά σας.

Προθήματα - Επιθήματα

προσ- [pros]

προσ- [proz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
πρόσ- [prós] ή [próz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση προς.

1. Προς ένα σημείο ή προορισμό

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς έναν προορισμό ή πλησιάζει σε κάποιο σημείο. Για παράδειγμα, ο πιλότος προσθαλασσώνει το αεροσκάφος όταν το οδηγεί ώστε να ακουμπήσει στην επιφάνεια της θάλασσας.

προσαγωγή (νομ.)

προσάγω (νομ.)

προσανατολισμός

προσανατολίζω

προσγείωση

προσγειώνω

προσεδάφιση

προσδένω

προσέλευση

προσεδαφίζω

προσθαλάσσωση

προσελκύω

πρόσκληση

προσέρχομαι

προσνήωση

προσθαλασσώνω

προσσελήνωση

προσκαλώ

προσλιμενίζομαι

προσσεληνώνω

προστρέχω

προσφεύγω

✔ Πολλές λέξεις με το προσ- έχουν αφηρημένη ή μεταφορική σημασία (π.χ. προσελκύω, προσάγω, προσφεύγω).

2. Μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο κάνει προσπέραση όταν αναπτύσσει ταχύτητα και περνάει μπροστά από κάποιο άλλο.

προσέγγιση

προσγεγραμμένος, -η, -ο (γραμμ.)

προσεγγίζω

προσπέραση

πρόσεδρος, -η, -ο

προσπερνάω/-ώ

προσπέρασμα

προσήλιος, -α, -ο

προσήνεμος, -η, -ο

3. Προσθήκη

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που υπάρχει ή γίνεται επιπλέον από αυτό που είναι το κανονικό ή το βασικό. Για παράδειγμα, όταν προσαυξάνω ένα ποσό προσθέτω μια επιπλέον αύξηση.

προσαύξηση

πρόσβαρος, -η, -ο

προσαποκτώ

προσμαρτυρία

προσαυξάνω

προσωνυμία

προσδίδω

προσθέτω

προσμαρτυρώ

προσμετράω/-ώ

προσυπογράφω

▶ Λέξεις με το προσ- έχουν και άλλες σημασίες, όπως μικρή διάρκεια (π.χ. πρόσκαιρος, προσωρινός), ομοιότητα (π.χ. προσομοιάζω, προσιδιάζω), σύμφωνη γνώμη με ομάδα (π.χ. πρόσκειμαι, προσχωρώ, προσεταιρίζομαι) κ.ά.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό προ-* σε λέξεις όπως προ-σεισμικός, πρό-σημο.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.