Λεξισκόπιο: προσανατολίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-σα-να-το-λί-ζω

Μορφολογία

προσανατολίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατολίζωπροσανατολίζουμε & προσανατολίζομε διαλ.
Βπροσανατολίζειςπροσανατολίζετε
Γπροσανατολίζειπροσανατολίζουν & προσανατολίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσανατόλιζεπροσανατολίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσανατολίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατόλισαπροσανατολίσαμε
Βπροσανατόλισεςπροσανατολίσατε
Γπροσανατόλισεπροσανατόλισαν & προσανατολίσαν προφ. & προσανατολίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατολίσωπροσανατολίσουμε & προσανατολίσομε διαλ.
Βπροσανατολίσειςπροσανατολίσετε
Γπροσανατολίσειπροσανατολίσουν & προσανατολίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσανατόλισεπροσανατολίσετε & προσανατολίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσανατολίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατόλιζαπροσανατολίζαμε
Βπροσανατόλιζεςπροσανατολίζατε
Γπροσανατόλιζεπροσανατόλιζαν & προσανατολίζαν προφ. & προσανατολίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατολίζομαιπροσανατολιζόμαστε
Βπροσανατολίζεσαιπροσανατολίζεστε & προσανατολιζόσαστε προφ.
Γπροσανατολίζεταιπροσανατολίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσανατολίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσανατολιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατολίστηκα & προσανατολίσθηκα λόγ. προσανατολιστήκαμε & προσανατολισθήκαμε λόγ.
Βπροσανατολίστηκες & προσανατολίσθηκες λόγ. προσανατολιστήκατε & προσανατολισθήκατε λόγ.
Γπροσανατολίστηκε & προσανατολίσθηκε λόγ. προσανατολίστηκαν & προσανατολίσθηκαν λόγ. & προσανατολιστήκαν προφ. & προσανατολιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατολιστώ & προσανατολισθώ λόγ. προσανατολιστούμε & προσανατολισθούμε λόγ.
Βπροσανατολιστείς & προσανατολισθείς λόγ. προσανατολιστείτε & προσανατολισθείτε λόγ.
Γπροσανατολιστεί & προσανατολισθεί λόγ. προσανατολιστούν & προσανατολισθούν λόγ. & προσανατολισθούνε λόγ. & προσανατολιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσανατολίσουπροσανατολιστείτε & προσανατολισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσανατολιστεί & προσανατολισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσανατολιζόμουν & προσανατολιζόμουνα προφ. προσανατολιζόμασταν & προσανατολιζόμαστε
Βπροσανατολιζόσουν & προσανατολιζόσουνα προφ. προσανατολιζόσασταν & προσανατολιζόσαστε προφ.
Γπροσανατολιζόταν & προσανατολιζότανε προφ. προσανατολίζονταν & προσανατολιζόντανε προφ. & προσανατολιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροσανατολισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσανατολίζω ρήμ.

  1. Σστρέφω2, κατευθύνω2: Οι κινητοποιήσεις προσανατολίζονται στην ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων.
  2. Σκαθοδηγώ2, συμβουλεύω1, νουθετώ λόγ.: Προσανατολίζουν τους μαθητές ως προς την επιλογή επαγγέλματος. Ααποπροσανατολίζω1
  3. Σκατατοπίζω1: Θα σας προσανατολίσω ως προς τα καθήκοντά σας.

Προθήματα - Επιθήματα

προσ- [pros]

προσ- [proz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
πρόσ- [prós] ή [próz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση προς.

1. Προς ένα σημείο ή προορισμό

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς έναν προορισμό ή πλησιάζει σε κάποιο σημείο. Για παράδειγμα, ο πιλότος προσθαλασσώνει το αεροσκάφος όταν το οδηγεί ώστε να ακουμπήσει στην επιφάνεια της θάλασσας.

προσαγωγή (νομ.)

προσάγω (νομ.)

προσανατολισμός

προσανατολίζω

προσγείωση

προσγειώνω

προσεδάφιση

προσδένω

προσέλευση

προσεδαφίζω

προσθαλάσσωση

προσελκύω

πρόσκληση

προσέρχομαι

προσνήωση

προσθαλασσώνω

προσσελήνωση

προσκαλώ

προσλιμενίζομαι

προσσεληνώνω

προστρέχω

προσφεύγω

✔ Πολλές λέξεις με το προσ- έχουν αφηρημένη ή μεταφορική σημασία (π.χ. προσελκύω, προσάγω, προσφεύγω).

2. Μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο κάνει προσπέραση όταν αναπτύσσει ταχύτητα και περνάει μπροστά από κάποιο άλλο.

προσέγγιση

προσγεγραμμένος, -η, -ο (γραμμ.)

προσεγγίζω

προσπέραση

πρόσεδρος, -η, -ο

προσπερνάω/-ώ

προσπέρασμα

προσήλιος, -α, -ο

προσήνεμος, -η, -ο

3. Προσθήκη

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που υπάρχει ή γίνεται επιπλέον από αυτό που είναι το κανονικό ή το βασικό. Για παράδειγμα, όταν προσαυξάνω ένα ποσό προσθέτω μια επιπλέον αύξηση.

προσαύξηση

πρόσβαρος, -η, -ο

προσαποκτώ

προσμαρτυρία

προσαυξάνω

προσωνυμία

προσδίδω

προσθέτω

προσμαρτυρώ

προσμετράω/-ώ

προσυπογράφω

▶ Λέξεις με το προσ- έχουν και άλλες σημασίες, όπως μικρή διάρκεια (π.χ. πρόσκαιρος, προσωρινός), ομοιότητα (π.χ. προσομοιάζω, προσιδιάζω), σύμφωνη γνώμη με ομάδα (π.χ. πρόσκειμαι, προσχωρώ, προσεταιρίζομαι) κ.ά.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό προ-* σε λέξεις όπως προ-σεισμικός, πρό-σημο.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.