Λεξισκόπιο: πρακτική

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πρα-κτι-κή

Μορφολογία

πρακτική ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρακτικήοιπρακτικές
Γενικήτηςπρακτικήςτωνπρακτικών
Αιτιατικήτηνπρακτικήτιςπρακτικές
Κλητική πρακτική πρακτικές

πρακτικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρακτικόςοιπρακτικοί
Γενικήτουπρακτικούτωνπρακτικών
Αιτιατικήτονπρακτικότουςπρακτικούς
Κλητική πρακτικέ πρακτικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρακτικήοιπρακτικές
Γενικήτηςπρακτικήςτωνπρακτικών
Αιτιατικήτηνπρακτικήτιςπρακτικές
Κλητική πρακτική πρακτικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρακτικόταπρακτικά
Γενικήτουπρακτικούτωνπρακτικών
Αιτιατικήτοπρακτικόταπρακτικά
Κλητική πρακτικό πρακτικά

πρακτικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρακτικότεροςοιπρακτικότεροι
Γενικήτουπρακτικότερουτωνπρακτικότερων
Αιτιατικήτονπρακτικότεροτουςπρακτικότερους
Κλητική πρακτικότερε πρακτικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρακτικότερηοιπρακτικότερες
Γενικήτηςπρακτικότερηςτωνπρακτικότερων
Αιτιατικήτηνπρακτικότερητιςπρακτικότερες
Κλητική πρακτικότερη πρακτικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρακτικότεροταπρακτικότερα
Γενικήτουπρακτικότερουτωνπρακτικότερων
Αιτιατικήτοπρακτικότεροταπρακτικότερα
Κλητική πρακτικότερο πρακτικότερα

πρακτικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρακτικότατοςοιπρακτικότατοι
Γενικήτουπρακτικότατουτωνπρακτικότατων
Αιτιατικήτονπρακτικότατοτουςπρακτικότατους
Κλητική πρακτικότατε πρακτικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρακτικότατηοιπρακτικότατες
Γενικήτηςπρακτικότατηςτωνπρακτικότατων
Αιτιατικήτηνπρακτικότατητιςπρακτικότατες
Κλητική πρακτικότατη πρακτικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρακτικότατοταπρακτικότατα
Γενικήτουπρακτικότατουτωνπρακτικότατων
Αιτιατικήτοπρακτικότατοταπρακτικότατα
Κλητική πρακτικότατο πρακτικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πρακτική ουσ.

Σπράξη1: Είναι άνθρωπος της πρακτικής.


πρακτικός επίθ.

  1. Αθεωρητικός3: πρακτική αριθμητική
  2. Σρεαλιστής: πρακτικός άνθρωπος
  3. Σχρηστικός, λειτουργικός
  4. Σβολικός1: ρούχα πρακτικά Αάβολος1
  5. Σεμπειρικός2: πρακτικός γιατρός

8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.