Λεξισκόπιο: ποτίζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πο-τί-ζει

Μορφολογία

ποτίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αποτίζωποτίζουμε & ποτίζομε διαλ.
Βποτίζειςποτίζετε
Γποτίζειποτίζουν & ποτίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπότιζεποτίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήποτίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απότισαποτίσαμε
Βπότισεςποτίσατε
Γπότισεπότισαν & ποτίσαν προφ. & ποτίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αποτίσωποτίσουμε & ποτίσομε διαλ.
Βποτίσειςποτίσετε
Γποτίσειποτίσουν & ποτίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπότισεποτίσετε & ποτίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοποτίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απότιζαποτίζαμε
Βπότιζεςποτίζατε
Γπότιζεπότιζαν & ποτίζαν προφ. & ποτίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αποτίζομαιποτιζόμαστε
Βποτίζεσαιποτίζεστε & ποτιζόσαστε προφ.
Γποτίζεταιποτίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βποτίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήποτιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αποτίστηκαποτιστήκαμε
Βποτίστηκεςποτιστήκατε
Γποτίστηκεποτίστηκαν & ποτιστήκαν προφ. & ποτιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αποτιστώποτιστούμε
Βποτιστείςποτιστείτε
Γποτιστείποτιστούν & ποτιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βποτίσουποτιστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοποτιστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αποτιζόμουν & ποτιζόμουνα προφ. ποτιζόμασταν & ποτιζόμαστε
Βποτιζόσουν & ποτιζόσουνα προφ. ποτιζόσασταν & ποτιζόσαστε προφ.
Γποτιζόταν & ποτιζότανε προφ. ποτίζονταν & ποτιζόντανε προφ. & ποτιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήποτισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ποτίζω ρήμ.

  1. Σρίχνω νερό: Πότισε τις γλάστρες.
  2. Σδίνω νερό: Τάισε και πότισε το μωρό.
  3. Σδιαποτίζω, μουσκεύω1: Ο ιδρώτας πότισε το πουκάμισο.
  4. Σγαλουχώ2 λόγ., διαπαιδαγωγώ: Από μικρό παιδί τον πότιζαν με ριζοσπαστικές ιδέες.

ποτίζει

Σδιαποτίζεται, μουσκεύει: Τα παπούτσια πότισαν μέχρι μέσα απ' τη βροχή.

ΕΚΦ: ποτίζω φαρμάκι, ποτίζω χολή


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.