Λεξισκόπιο: πνίγω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πνί-γω

Μορφολογία

πνίγω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απνίγωπνίγουμε & πνίγομε διαλ.
Βπνίγειςπνίγετε
Γπνίγειπνίγουν & πνίγουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπνίγεπνίγετε
Ενεστώτας-Μετοχήπνίγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέπνιξαπνίξαμε
Βέπνιξεςπνίξατε
Γέπνιξεέπνιξαν & πνίξαν προφ. & πνίξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απνίξωπνίξουμε & πνίξομε διαλ.
Βπνίξειςπνίξετε
Γπνίξειπνίξουν & πνίξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπνίξεπνίξτε & πνίχτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπνίξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέπνιγαπνίγαμε
Βέπνιγεςπνίγατε
Γέπνιγεέπνιγαν & πνίγαν προφ. & πνίγανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απνίγομαιπνιγόμαστε
Βπνίγεσαιπνίγεστε & πνιγόσαστε προφ.
Γπνίγεταιπνίγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπνίγεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απνίγηκαπνιγήκαμε
Βπνίγηκεςπνιγήκατε
Γπνίγηκεπνίγηκαν & πνιγήκαν προφ. & πνιγήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απνιγώπνιγούμε
Βπνιγείςπνιγείτε
Γπνιγείπνιγούν & πνιγούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπνίξουπνιγείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπνιγεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απνιγόμουν & πνιγόμουνα προφ. πνιγόμασταν & πνιγόμαστε
Βπνιγόσουν & πνιγόσουνα προφ. πνιγόσασταν & πνιγόσαστε προφ.
Γπνιγόταν & πνιγότανε προφ. πνίγονταν & πνιγόντανε προφ. & πνιγόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπνιγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πνίγω ρήμ.

  1. Σστραγγαλίζω1, καρυδώνω προφ.: Την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια.
  2. Σκατακλύζω, γεμίζω5: Έπνιξαν το κέντρο της πόλης τα αυτοκίνητα.
  3. Σκαταστέλλω1 λόγ., καταπνίγω: Έπνιξαν την εξέγερση.
  4. Σπιέζω6, ζορίζω: Οι υποχρεώσεις τον πνίγουν.
  5. Σσυγκαλύπτω1, κουκουλώνω2 προφ.: Έπνιξαν το σκάνδαλο.

πνίγομαι

Σπήζω2: Πνίγεται στη δουλειά.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.