Λεξισκόπιο: πλαδαρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πλα-δα-ρός

Μορφολογία

πλαδαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπλαδαρόςοιπλαδαροί
Γενικήτουπλαδαρούτωνπλαδαρών
Αιτιατικήτονπλαδαρότουςπλαδαρούς
Κλητική πλαδαρέ πλαδαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπλαδαρήοιπλαδαρές
Γενικήτηςπλαδαρήςτωνπλαδαρών
Αιτιατικήτηνπλαδαρήτιςπλαδαρές
Κλητική πλαδαρή πλαδαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπλαδαρόταπλαδαρά
Γενικήτουπλαδαρούτωνπλαδαρών
Αιτιατικήτοπλαδαρόταπλαδαρά
Κλητική πλαδαρό πλαδαρά

πλαδαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπλαδαρότεροςοιπλαδαρότεροι
Γενικήτουπλαδαρότερουτωνπλαδαρότερων
Αιτιατικήτονπλαδαρότεροτουςπλαδαρότερους
Κλητική πλαδαρότερε πλαδαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπλαδαρότερηοιπλαδαρότερες
Γενικήτηςπλαδαρότερηςτωνπλαδαρότερων
Αιτιατικήτηνπλαδαρότερητιςπλαδαρότερες
Κλητική πλαδαρότερη πλαδαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπλαδαρότεροταπλαδαρότερα
Γενικήτουπλαδαρότερουτωνπλαδαρότερων
Αιτιατικήτοπλαδαρότεροταπλαδαρότερα
Κλητική πλαδαρότερο πλαδαρότερα

πλαδαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπλαδαρότατοςοιπλαδαρότατοι
Γενικήτουπλαδαρότατουτωνπλαδαρότατων
Αιτιατικήτονπλαδαρότατοτουςπλαδαρότατους
Κλητική πλαδαρότατε πλαδαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπλαδαρότατηοιπλαδαρότατες
Γενικήτηςπλαδαρότατηςτωνπλαδαρότατων
Αιτιατικήτηνπλαδαρότατητιςπλαδαρότατες
Κλητική πλαδαρότατη πλαδαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπλαδαρότατοταπλαδαρότατα
Γενικήτουπλαδαρότατουτωνπλαδαρότατων
Αιτιατικήτοπλαδαρότατοταπλαδαρότατα
Κλητική πλαδαρότατο πλαδαρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πλαδαρός επίθ.

  1. Σχαλαρός2, νερουλός3 προφ.: πλαδαρό σώμα Ασφριγηλός2
  2. Σάνευρος, άτονος1: πλαδαρό ύφος

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.