Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πι-στός
Μορφολογία
πιστός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | πιστός | οι | πιστοί |
Γενική | του | πιστού | των | πιστών |
Αιτιατική | τον | πιστό | τους | πιστούς |
Κλητική | | πιστέ | | πιστοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | πιστή | οι | πιστές |
Γενική | της | πιστής | των | πιστών |
Αιτιατική | την | πιστή | τις | πιστές |
Κλητική | | πιστή | | πιστές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | πιστό | τα | πιστά |
Γενική | του | πιστού | των | πιστών |
Αιτιατική | το | πιστό | τα | πιστά |
Κλητική | | πιστό | | πιστά |
|
πιστότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | πιστότερος | οι | πιστότεροι |
Γενική | του | πιστότερου | των | πιστότερων |
Αιτιατική | τον | πιστότερο | τους | πιστότερους |
Κλητική | | πιστότερε | | πιστότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | πιστότερη | οι | πιστότερες |
Γενική | της | πιστότερης | των | πιστότερων |
Αιτιατική | την | πιστότερη | τις | πιστότερες |
Κλητική | | πιστότερη | | πιστότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | πιστότερο | τα | πιστότερα |
Γενική | του | πιστότερου | των | πιστότερων |
Αιτιατική | το | πιστότερο | τα | πιστότερα |
Κλητική | | πιστότερο | | πιστότερα |
|
πιστότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | πιστότατος | οι | πιστότατοι |
Γενική | του | πιστότατου | των | πιστότατων |
Αιτιατική | τον | πιστότατο | τους | πιστότατους |
Κλητική | | πιστότατε | | πιστότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | πιστότατη | οι | πιστότατες |
Γενική | της | πιστότατης | των | πιστότατων |
Αιτιατική | την | πιστότατη | τις | πιστότατες |
Κλητική | | πιστότατη | | πιστότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | πιστότατο | τα | πιστότατα |
Γενική | του | πιστότατου | των | πιστότατων |
Αιτιατική | το | πιστότατο | τα | πιστότατα |
Κλητική | | πιστότατο | | πιστότατα |
|
πιστός ουσ. αρσ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | πιστός | οι | πιστοί |
Γενική | του | πιστού | των | πιστών |
Αιτιατική | τον | πιστό | τους | πιστούς |
Κλητική | | πιστέ | | πιστοί |
|
πιστή ουσ. θηλ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | πιστή | οι | πιστές |
Γενική | της | πιστής | των | πιστών |
Αιτιατική | την | πιστή | τις | πιστές |
Κλητική | | πιστή | | πιστές |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
πιστός επίθ.
- Σ: έμπιστος: πιστή φίλη
- Σ: αφοσιωμένος: πιστός υπάλληλος
- Α: άπιστος: πιστός σύζυγος
- Σ: ακριβής2: πιστό αντίγραφο
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.