Λεξισκόπιο: πετάει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πε-τά-ει

Μορφολογία

πετάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απετώ & πετάω προφ. πετάμε & πετούμε
Βπετάςπετάτε
Γπετά & πετάει προφ. πετούν & πετάν προφ. & πετάνε προφ. & πετούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπέτα προφ. & πέταγε προφ. πετάτε
Ενεστώτας-Μετοχήπετώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απέταξαπετάξαμε
Βπέταξεςπετάξατε
Γπέταξεπέταξαν & πετάξαν προφ. & πετάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απετάξωπετάξουμε & πετάξομε διαλ.
Βπετάξειςπετάξετε
Γπετάξειπετάξουν & πετάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπέταξε & πέτα προφ. πετάξτε & πετάχτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπετάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απετούσα & πέταγα προφ. πετούσαμε & πετάγαμε προφ.
Βπετούσες & πέταγες προφ. πετούσατε & πετάγατε προφ.
Γπετούσε & πέταγε προφ. πετούσαν & πέταγαν προφ. & πετάγαν προφ. & πετάγανε προφ. & πετούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απετιέμαιπετιόμαστε
Βπετιέσαιπετιέστε & πετιόσαστε προφ.
Γπετιέταιπετιούνται & πετιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπετιέστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απετάχτηκαπεταχτήκαμε
Βπετάχτηκεςπεταχτήκατε
Γπετάχτηκεπετάχτηκαν & πεταχτήκαν προφ. & πεταχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεταχτώπεταχτούμε
Βπεταχτείςπεταχτείτε
Γπεταχτείπεταχτούν & πεταχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπεταχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπεταχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απετιόμουν & πετιόμουνα προφ. πετιόμασταν & πετιόμαστε
Βπετιόσουν & πετιόσουνα προφ. πετιόσασταν & πετιόσαστε προφ.
Γπετιόταν & πετιότανε προφ. πετιούνταν & πετιόνταν & πετιόντανε προφ. & πετιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπεταγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πετάω ρήμ.

  1. Σρίχνω1, εκτοξεύω1, εκσφενδονίζω: Πετάνε πέτρες.
  2. Σαπαλλάσσομαι1, ξεφορτώνομαι1, ρίχνω στα σκουπίδια: Πέταξέ το, έχει χαλάσει.
  3. Σαμολάω2 προφ.: Πετάω χαρταετό. / Πετάμε και καμιά χαζομάρα.
  4. Σσκορπίζω3, κατασπαταλάω: Πέταξε την περιουσία της.
  5. Σδιώχνω2, αποπέμπω λόγ.: Τον πέταξαν από την ομάδα.
  6. Σίπταμαι λόγ.: Το αεροπλάνο πετάει σε ύψος 3.000 ποδών.
  7. Σταξιδεύω αεροπορικώς: Πετάμε για Λονδίνο.
  8. Σενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι: Με τη σκέψη και μόνο του ταξιδιού πετάω!
  9.  προφ. Σ: θριαμβεύω, σαρώνω3, σκίζω προφ.: Πετάει στα μαθηματικά.
  10.  προφ. Σμεταφέρω1, πάω5: Θα σε πετάξουμε με τ' αυτοκίνητο.

πετάει

Σβλασταίνει: Έτοιμη να πετάξει είναι η γαρδένια.

πετάγομαι & πετιέμαι

  1. Στινάζομαι, αναπηδάω1: Πετάχτηκε από τον ύπνο του.
  2. Σξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω προφ.: Πετιέται ένας λαγός από το θάμνο.
  3. Σπάω: Πετάξου να πάρεις τσιγάρα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.