Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πει-θα-να-γκά-ζω
Μορφολογία
πειθαναγκάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθαναγκάζω | πειθαναγκάζουμε & πειθαναγκάζομε διαλ. |
Β | πειθαναγκάζεις | πειθαναγκάζετε |
Γ | πειθαναγκάζει | πειθαναγκάζουν & πειθαναγκάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πειθανάγκαζε | πειθαναγκάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πειθαναγκάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθανάγκασα | πειθαναγκάσαμε |
Β | πειθανάγκασες | πειθαναγκάσατε |
Γ | πειθανάγκασε | πειθανάγκασαν & πειθαναγκάσαν προφ. & πειθαναγκάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθαναγκάσω | πειθαναγκάσουμε & πειθαναγκάσομε διαλ. |
Β | πειθαναγκάσεις | πειθαναγκάσετε |
Γ | πειθαναγκάσει | πειθαναγκάσουν & πειθαναγκάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πειθανάγκασε | πειθαναγκάσετε & πειθαναγκάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πειθαναγκάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθανάγκαζα | πειθαναγκάζαμε |
Β | πειθανάγκαζες | πειθαναγκάζατε |
Γ | πειθανάγκαζε | πειθανάγκαζαν & πειθαναγκάζαν προφ. & πειθαναγκάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθαναγκάζομαι | πειθαναγκαζόμαστε |
Β | πειθαναγκάζεσαι | πειθαναγκάζεστε & πειθαναγκαζόσαστε προφ. |
Γ | πειθαναγκάζεται | πειθαναγκάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | πειθαναγκάζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πειθαναγκαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθαναγκάστηκα | πειθαναγκαστήκαμε |
Β | πειθαναγκάστηκες | πειθαναγκαστήκατε |
Γ | πειθαναγκάστηκε | πειθαναγκάστηκαν & πειθαναγκαστήκαν προφ. & πειθαναγκαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθαναγκαστώ | πειθαναγκαστούμε |
Β | πειθαναγκαστείς | πειθαναγκαστείτε |
Γ | πειθαναγκαστεί | πειθαναγκαστούν & πειθαναγκαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πειθαναγκάσου | πειθαναγκαστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πειθαναγκαστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πειθαναγκαζόμουν & πειθαναγκαζόμουνα προφ. | πειθαναγκαζόμασταν & πειθαναγκαζόμαστε |
Β | πειθαναγκαζόσουν & πειθαναγκαζόσουνα προφ. | πειθαναγκαζόσασταν & πειθαναγκαζόσαστε προφ. |
Γ | πειθαναγκαζόταν & πειθαναγκαζότανε προφ. | πειθαναγκάζονταν & πειθαναγκαζόντανε προφ. & πειθαναγκαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πειθαναγκασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
πειθαναγκάζω ρήμ.
Σ: καταναγκάζω, εξαναγκάζω
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.