Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πα-ρο-μοι-ά-ζω
Μορφολογία
παρομοιάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοιάζω | παρομοιάζουμε & παρομοιάζομε διαλ. |
Β | παρομοιάζεις | παρομοιάζετε |
Γ | παρομοιάζει | παρομοιάζουν & παρομοιάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παρομοίαζε | παρομοιάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παρομοιάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοίασα | παρομοιάσαμε |
Β | παρομοίασες | παρομοιάσατε |
Γ | παρομοίασε | παρομοίασαν & παρομοιάσαν προφ. & παρομοιάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοιάσω | παρομοιάσουμε & παρομοιάσομε διαλ. |
Β | παρομοιάσεις | παρομοιάσετε |
Γ | παρομοιάσει | παρομοιάσουν & παρομοιάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παρομοίασε | παρομοιάσετε & παρομοιάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παρομοιάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοίαζα | παρομοιάζαμε |
Β | παρομοίαζες | παρομοιάζατε |
Γ | παρομοίαζε | παρομοίαζαν & παρομοιάζαν προφ. & παρομοιάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοιάζομαι | παρομοιαζόμαστε |
Β | παρομοιάζεσαι | παρομοιάζεστε & παρομοιαζόσαστε προφ. |
Γ | παρομοιάζεται | παρομοιάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | παρομοιάζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παρομοιαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοιάστηκα & παρομοιάσθηκα λόγ. | παρομοιαστήκαμε & παρομοιασθήκαμε λόγ. |
Β | παρομοιάστηκες & παρομοιάσθηκες λόγ. | παρομοιαστήκατε & παρομοιασθήκατε λόγ. |
Γ | παρομοιάστηκε & παρομοιάσθηκε λόγ. | παρομοιάστηκαν & παρομοιάσθηκαν λόγ. & παρομοιαστήκαν προφ. & παρομοιαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοιαστώ & παρομοιασθώ λόγ. | παρομοιαστούμε & παρομοιασθούμε λόγ. |
Β | παρομοιαστείς & παρομοιασθείς λόγ. | παρομοιαστείτε & παρομοιασθείτε λόγ. |
Γ | παρομοιαστεί & παρομοιασθεί λόγ. | παρομοιαστούν & παρομοιασθούν λόγ. & παρομοιασθούνε λόγ. & παρομοιαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παρομοιάσου | παρομοιαστείτε & παρομοιασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παρομοιαστεί & παρομοιασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρομοιαζόμουν & παρομοιαζόμουνα προφ. | παρομοιαζόμασταν & παρομοιαζόμαστε |
Β | παρομοιαζόσουν & παρομοιαζόσουνα προφ. | παρομοιαζόσασταν & παρομοιαζόσαστε προφ. |
Γ | παρομοιαζόταν & παρομοιαζότανε προφ. | παρομοιάζονταν & παρομοιαζόντανε προφ. & παρομοιαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | παρομοιασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
παρομοιάζω ρήμ.
βλ. όμοιος
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.