Λεξισκόπιο: παραφυλάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρα-φυ-λά-ω

Μορφολογία

παραφυλάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραφυλάω & παραφυλώπαραφυλάμε & παραφυλούμε
Βπαραφυλάςπαραφυλάτε
Γπαραφυλά & παραφυλάειπαραφυλάνε & παραφυλούν & παραφυλάν προφ. & παραφυλούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραφύλα προφ. & παραφύλαγε προφ. παραφυλάτε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραφυλώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραφύλαξαπαραφυλάξαμε
Βπαραφύλαξεςπαραφυλάξατε
Γπαραφύλαξεπαραφύλαξαν & παραφυλάξαν προφ. & παραφυλάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραφυλάξωπαραφυλάξουμε & παραφυλάξομε διαλ.
Βπαραφυλάξειςπαραφυλάξετε
Γπαραφυλάξειπαραφυλάξουν & παραφυλάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραφύλαξε & παραφύλα προφ. παραφυλάξτε & παραφυλάχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραφυλάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραφυλούσα & παραφύλαγαπαραφυλάγαμε & παραφυλούσαμε
Βπαραφυλούσες & παραφύλαγεςπαραφυλάγατε & παραφυλούσατε
Γπαραφυλούσε & παραφύλαγεπαραφυλούσαν & παραφύλαγαν & παραφυλάγαν προφ. & παραφυλάγανε προφ. & παραφυλούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

παραφυλάω ρήμ.

Σπαραμονεύω, καραδοκώ, ενεδρεύω λόγ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.