Λεξισκόπιο: παρακρατάει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρα-κρα-τά-ει

Μορφολογία

παρακρατάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακρατώ & παρακρατάω προφ. παρακρατάμε & παρακρατούμε
Βπαρακρατάςπαρακρατάτε
Γπαρακρατά & παρακρατάει προφ. παρακρατούν & παρακρατάν προφ. & παρακρατάνε προφ. & παρακρατούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαρακράτα προφ. & παρακράταγε προφ. παρακρατάτε
Ενεστώτας-Μετοχήπαρακρατώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακράτησαπαρακρατήσαμε
Βπαρακράτησεςπαρακρατήσατε
Γπαρακράτησεπαρακράτησαν & παρακρατήσαν προφ. & παρακρατήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακρατήσωπαρακρατήσουμε & παρακρατήσομε διαλ.
Βπαρακρατήσειςπαρακρατήσετε
Γπαρακρατήσειπαρακρατήσουν & παρακρατήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαρακράτησε & παρακράτα προφ. παρακρατήσετε & παρακρατήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαρακρατήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακρατούσα & παρακράταγα προφ. παρακρατούσαμε & παρακρατάγαμε προφ.
Βπαρακρατούσες & παρακράταγες προφ. παρακρατούσατε & παρακρατάγατε προφ.
Γπαρακρατούσε & παρακράταγε προφ. παρακρατούσαν & παρακράταγαν προφ. & παρακρατάγαν προφ. & παρακρατάγανε προφ. & παρακρατούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

παρακρατάει ρήμ.

Σπαρατραβάει προφ., παρατείνεται


παρακρατώ ρήμ.

Σκρατάω9: Το κράτος θα παρακρατήσει 18% του μισθού.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.