Λεξισκόπιο: παρακινδυνευμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρα-κιν-δυ-νευ-μέ-νος

Μορφολογία

παρακινδυνεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακινδυνεύωπαρακινδυνεύουμε & παρακινδυνεύομε διαλ.
Βπαρακινδυνεύειςπαρακινδυνεύετε
Γπαρακινδυνεύειπαρακινδυνεύουν & παρακινδυνεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαρακινδύνευεπαρακινδυνεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαρακινδυνεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακινδύνευσαπαρακινδυνεύσαμε
Βπαρακινδύνευσεςπαρακινδυνεύσατε
Γπαρακινδύνευσεπαρακινδύνευσαν & παρακινδυνεύσαν προφ. & παρακινδυνεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακινδυνεύσωπαρακινδυνεύσουμε & παρακινδυνεύσομε διαλ.
Βπαρακινδυνεύσειςπαρακινδυνεύσετε
Γπαρακινδυνεύσειπαρακινδυνεύσουν & παρακινδυνεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαρακινδύνευσεπαρακινδυνεύσετε & παρακινδυνεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαρακινδυνεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακινδύνευαπαρακινδυνεύαμε
Βπαρακινδύνευεςπαρακινδυνεύατε
Γπαρακινδύνευεπαρακινδύνευαν & παρακινδυνεύαν προφ. & παρακινδυνεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπαρακινδυνευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παρακινδυνευμένος επίθ.

Σριψοκίνδυνος2: Είναι παρακινδυνευμένη μια τέτοια απόφαση. Αακίνδυνος


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.