Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πα-ρα-γρά-φω
Μορφολογία
παραγράφω1 ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράφω | παραγράφουμε & παραγράφομε διαλ. |
Β | παραγράφεις | παραγράφετε |
Γ | παραγράφει | παραγράφουν & παραγράφουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παράγραφε | παραγράφετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παραγράφοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρέγραψα | παραγράψαμε |
Β | παρέγραψες | παραγράψατε |
Γ | παρέγραψε | παρέγραψαν & παραγράψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράψω | παραγράψουμε & παραγράψομε διαλ. |
Β | παραγράψεις | παραγράψετε |
Γ | παραγράψει | παραγράψουν & παραγράψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παράγραψε | παραγράψετε & παραγράψτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παραγράψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παρέγραφα | παραγράφαμε |
Β | παρέγραφες | παραγράφατε |
Γ | παρέγραφε | παρέγραφαν & παραγράφανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράφομαι | παραγραφόμαστε |
Β | παραγράφεσαι | παραγράφεστε & παραγραφόσαστε προφ. |
Γ | παραγράφεται | παραγράφονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | παραγράφεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παραγραφόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράφηκα & παραγράφτηκα | παραγραφήκαμε & παραγραφτήκαμε |
Β | παραγράφηκες & παραγράφτηκες | παραγραφήκατε & παραγραφτήκατε |
Γ | παραγράφηκε & παραγράφτηκε & παρεγράφη λόγ. | παραγράφηκαν & παραγράφτηκαν & παρεγράφησαν λόγ. & παραγραφήκανε προφ. & παραγραφτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγραφτώ & παραγραφώ | παραγραφούμε & παραγραφτούμε |
Β | παραγραφείς & παραγραφτείς | παραγραφείτε & παραγραφτείτε |
Γ | παραγραφεί & παραγραφτεί | παραγραφούν & παραγραφτούν & παραγραφούνε προφ. & παραγραφτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παραγράψου | παραγραφείτε & παραγραφτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παραγραφεί & παραγραφτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγραφόμουν & παραγραφόμουνα προφ. | παραγραφόμασταν & παραγραφόμαστε |
Β | παραγραφόσουν & παραγραφόσουνα προφ. | παραγραφόσασταν & παραγραφόσαστε προφ. |
Γ | παραγραφόταν & παραγραφότανε προφ. | παραγράφονταν & παραγραφόντανε προφ. & παραγραφόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | παραγραμμένος |
παραγράφω2 ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράφω | παραγράφουμε & παραγράφομε διαλ. |
Β | παραγράφεις | παραγράφετε |
Γ | παραγράφει | παραγράφουν & παραγράφουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παράγραφε | παραγράφετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παραγράφοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παράγραψα & παραέγραψα | παραγράψαμε |
Β | παράγραψες & παραέγραψες | παραγράψατε |
Γ | παράγραψε & παραέγραψε | παράγραψαν & παραέγραψαν & παραγράψαν προφ. & παραγράψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράψω | παραγράψουμε & παραγράψομε διαλ. |
Β | παραγράψεις | παραγράψετε |
Γ | παραγράψει | παραγράψουν & παραγράψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παραγράψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παράγραφα & παραέγραφα | παραγράφαμε |
Β | παράγραφες & παραέγραφες | παραγράφατε |
Γ | παράγραφε & παραέγραφε | παράγραφαν & παραέγραφαν & παραγράφαν προφ. & παραγράφανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράφομαι | παραγραφόμαστε |
Β | παραγράφεσαι | παραγράφεστε & παραγραφόσαστε προφ. |
Γ | παραγράφεται | παραγράφονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | παραγράφεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγράφτηκα | παραγραφτήκαμε |
Β | παραγράφτηκες | παραγραφτήκατε |
Γ | παραγράφτηκε | παραγράφτηκαν & παραγραφτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγραφτώ | παραγραφτούμε |
Β | παραγραφτείς | παραγραφτείτε |
Γ | παραγραφτεί | παραγραφτούν & παραγραφτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παραγράψου | παραγραφτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παραγραφτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγραφόμουν & παραγραφόμουνα προφ. | παραγραφόμασταν & παραγραφόμαστε |
Β | παραγραφόσουν & παραγραφόσουνα προφ. | παραγραφόσασταν & παραγραφόσαστε προφ. |
Γ | παραγραφόταν & παραγραφότανε προφ. | παραγράφονταν & παραγραφόντανε προφ. & παραγραφόντουσαν προφ. |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
παραγράφω ρήμ.
Σ: διαγράφω3: Παρέγραψαν τα χρέη.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.