Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πα-ρα-γνω-ρί-ζω
Μορφολογία
παραγνωρίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνωρίζω | παραγνωρίζουμε & παραγνωρίζομε διαλ. |
Β | παραγνωρίζεις | παραγνωρίζετε |
Γ | παραγνωρίζει | παραγνωρίζουν & παραγνωρίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παραγνώριζε | παραγνωρίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παραγνωρίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνώρισα | παραγνωρίσαμε |
Β | παραγνώρισες | παραγνωρίσατε |
Γ | παραγνώρισε | παραγνώρισαν & παραγνωρίσαν προφ. & παραγνωρίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνωρίσω | παραγνωρίσουμε & παραγνωρίσομε διαλ. |
Β | παραγνωρίσεις | παραγνωρίσετε |
Γ | παραγνωρίσει | παραγνωρίσουν & παραγνωρίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παραγνώρισε | παραγνωρίσετε & παραγνωρίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παραγνωρίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνώριζα | παραγνωρίζαμε |
Β | παραγνώριζες | παραγνωρίζατε |
Γ | παραγνώριζε | παραγνώριζαν & παραγνωρίζαν προφ. & παραγνωρίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνωρίζομαι | παραγνωριζόμαστε |
Β | παραγνωρίζεσαι | παραγνωρίζεστε & παραγνωριζόσαστε προφ. |
Γ | παραγνωρίζεται | παραγνωρίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | παραγνωρίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παραγνωριζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνωρίστηκα & παραγνωρίσθηκα λόγ. | παραγνωριστήκαμε & παραγνωρισθήκαμε λόγ. |
Β | παραγνωρίστηκες & παραγνωρίσθηκες λόγ. | παραγνωριστήκατε & παραγνωρισθήκατε λόγ. |
Γ | παραγνωρίστηκε & παραγνωρίσθηκε λόγ. | παραγνωρίστηκαν & παραγνωρίσθηκαν λόγ. & παραγνωριστήκαν προφ. & παραγνωριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνωριστώ & παραγνωρισθώ λόγ. | παραγνωριστούμε & παραγνωρισθούμε λόγ. |
Β | παραγνωριστείς & παραγνωρισθείς λόγ. | παραγνωριστείτε & παραγνωρισθείτε λόγ. |
Γ | παραγνωριστεί & παραγνωρισθεί λόγ. | παραγνωριστούν & παραγνωρισθούν λόγ. & παραγνωρισθούνε λόγ. & παραγνωριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | παραγνωρίσου | παραγνωριστείτε & παραγνωρισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | παραγνωριστεί & παραγνωρισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | παραγνωριζόμουν & παραγνωριζόμουνα προφ. | παραγνωριζόμασταν & παραγνωριζόμαστε |
Β | παραγνωριζόσουν & παραγνωριζόσουνα προφ. | παραγνωριζόσασταν & παραγνωριζόσαστε προφ. |
Γ | παραγνωριζόταν & παραγνωριζότανε προφ. | παραγνωρίζονταν & παραγνωριζόντανε προφ. & παραγνωριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | παραγνωρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
παραγνωρίζω ρήμ.
Σ: υποτιμώ2
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.