Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πα-κε-τά-ρω
Μορφολογία
πακετάρω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακετάρω | πακετάρουμε & πακετάρομε διαλ. |
Β | πακετάρεις | πακετάρετε |
Γ | πακετάρει | πακετάρουν & πακετάρουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πακετάριζε | πακετάρετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πακετάροντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακετάρισα | πακετάραμε |
Β | πακετάρισες | πακετάρατε |
Γ | πακετάρισε | πακετάρισαν & πακετάραν προφ. & πακετάρανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακετάρω | πακετάρουμε & πακετάρομε διαλ. |
Β | πακετάρεις | πακετάρετε |
Γ | πακετάρει | πακετάρουν & πακετάρουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πακετάρισε | πακετάρετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πακετάρει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακετάριζα | πακετάραμε |
Β | πακετάριζες | πακετάρατε |
Γ | πακετάριζε | πακετάριζαν & πακετάρονταν & πακετάραν προφ. & πακετάρανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακετάρομαι | πακεταριζόμαστε |
Β | πακετάρεσαι | πακετάρεστε & πακεταριζόσαστε προφ. |
Γ | πακετάρεται | πακετάρονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακεταρίστηκα | πακεταριστήκαμε |
Β | πακεταρίστηκες | πακεταριστήκατε |
Γ | πακεταρίστηκε | πακεταρίστηκαν & πακεταριστήκαν προφ. & πακεταριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακεταριστώ | πακεταριστούμε |
Β | πακεταριστείς | πακεταριστείτε |
Γ | πακεταριστεί | πακεταριστούν & πακεταριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πακεταρίσου | πακεταριστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πακεταριστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πακεταριζόμουν & πακεταριζόμουνα προφ. | πακεταριζόμασταν & πακεταριζόμαστε |
Β | πακεταριζόσουν & πακεταριζόσουνα προφ. | πακεταριζόσασταν & πακεταριζόσαστε προφ. |
Γ | πακεταριζόταν & πακεταριζότανε προφ. | πακεταρίζονταν & πακεταριζόντανε προφ. & πακεταριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πακεταρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
πακετάρω ρήμ.
Σ: αμπαλάρω, συσκευάζω
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.