Λεξισκόπιο: ουροδοχείο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ου-ρο-δο-χεί-ο

Μορφολογία

ουροδοχείο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοουροδοχείοταουροδοχεία
Γενικήτουουροδοχείουτωνουροδοχείων
Αιτιατικήτοουροδοχείοταουροδοχεία
Κλητική ουροδοχείο ουροδοχεία

Συνώνυμα - Αντίθετα

ουροδοχείο ουσ.

Σγιογιό, καθίκι1, πάπια προφ., δοχείο νυκτός

Προθήματα - Επιθήματα

-δοχ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δοχ- δηλώνουν ότι κάποιος δέχεται ή αποδέχεται κάτι.Το συστατικό -δοχ- προέρχεται από το ρήμα δέχομαι. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-δοχείο [δox̃ío]

Πρόκειται για δοχείο ή κτίριο. Για παράδειγμα, στο ανθοδοχείο τοποθετούνται λουλούδια, ενώ το ξενοδοχείο είναι κτίριο που προσφέρει διαμονή σε επισκέπτες με ορισμένη τιμή.

αμμοδοχείο, ανθοδοχείο, απορριμματοδοχείο, μελανοδοχείο, μυροδοχείο, ξενοδοχείο, ουροδοχείο, πανδοχείο, πτυελοδοχείο, σταχτοδοχείο, τεφροδοχείο

-δόχος [δóxos] (αρσ. και θηλ.)

Πρόκειται για πρόσωπο που γίνεται αποδέκτης ή παραλήπτης κάποιου πράγματος. Για παράδειγμα, ο κλεπταποδόχος αποδέχεται κλεμμένα αντικείμενα για να τα αγοράσει ή για να τα φυλάξει, ενώ ο εντολοδόχος δέχεται μία εντολή και αναλαμβάνει να την εκτελέσει.

δικαιοδόχος, δωρεοδόχος (νομ.), εντολοδόχος, κλεπταποδόχος, ξενοδόχος, παραγγελιοδόχος

-δόχος [δóxos] (θηλ.)

Αναφέρεται σε δοχείο ή κατασκευή για τη φύλαξη κάποιου πράγματος. Για παράδειγμα, η τεφροδόχος είναι το ειδικό δοχείο όπου φυλάγεται η τέφρα του νεκρού, ενώ η καπνοδόχος είναι ο ψηλός χτιστός σωλήνας από όπου περνάει ο καπνός για να φύγει προς τα έξω.

αμμοδόχος, ανεμοδόχος, βρεφοδόχος, δακρυδόχος (αρχαιολ.), καπνοδόχος, νεωδόχος (αλλιώς και νηοδόχη), τεφροδόχος, ψηφοδόχος

Επίθετα

-δοχικός [δox̃ikós], -δοχική, -δοχικό

Για παράδειγμα, δύο διαδοχικά χτυπήματα συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο.

αλληλοδιαδοχικός, διαδοχικός, παραγγελιοδοχικός, συνεκδοχικός

-δόχος [δóxos], -δόχος, -δόχο

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η χοληδόχος κύστη περιέχει χολή.

δακρυ(ο)δόχος, ουροδόχος, χοληδόχος

✔ Η έκφραση Ζωοδόχος Πηγή χρησιμοποιείται ως επίθετο της Παναγίας.


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.