Λεξισκόπιο: ορόσημο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-ρό-ση-μο

Μορφολογία

ορόσημο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοορόσημοταορόσημα
Γενικήτουορόσημου & οροσήμου λόγ. τωνορόσημων & οροσήμων λόγ.
Αιτιατικήτοορόσημοταορόσημα
Κλητική ορόσημο ορόσημα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ορόσημο ουσ.

Σσταθμός3, καμπή2

Προθήματα - Επιθήματα

ορο- [oro]

ορό- [oró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ορεο- [oreo] και ορεό- [oreó] μόνο στην πρώτη σημασία
ορει- [ori] μόνο στην πρώτη σημασία
ορεσι- [oresi] μόνο στην πρώτη σημασία

Με την πρώτη σημασία προέρχεται από το ουσιαστικό το όρος (= βουνό), με τη δεύτερη σημασία από το ουσιαστικό ο όρος (= σύνορο) και με την τρίτη σημασία από το ουσιαστικό ο ορός.

1. Αναφορά σε βουνό (όρος)

Το ορο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στα βουνά. Για παράδειγμα, η οροσειρά είναι μια σειρά από βουνά.

ορογένεση, οροπέδιο, οροσειρά

✔ Οι τύποι ορεο- και ορει- (σπανιότερα και ορεσι-) χρησιμοποιούνται ως παράλληλοι τύποι του ορο- με αυτή τη σημασία.

ορειβασία

ορεσίβιος, -α, -ο

ορειβάτης (θηλ. -τισσα)

ορεογνωσία

ορεογονία

ορεογραφία

2. Αναφορά σε σύνορο (όρος)

Το ορο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο σύνορο, δηλ. στο σημείο που αποτελεί μια άκρη, το τέλος ενός πράγματος και την αρχή ενός άλλου. Για παράδειγμα, ο οροφύλακας είναι ο άνθρωπος που έχει ως επάγγελμα τη φύλαξη των συνόρων μιας χώρας· το ορόσημο είναι κάθε σημάδι (πέτρα, πάσσαλος κτλ.) που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης.

οροθεσία

οροθετώ

ορόσημο

οροφύλακας

✔ Η λέξη ορόσημο χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία, για πολύ σημαντικό γεγονός.

3. Αναφορά σε ορό

(ιατρ.) Το ορο- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που αναφέρονται στον ορό, είτε ως φυσικό προϊόν του οργανισμού, είτε ως ιατρικό παρασκεύασμα. Για παράδειγμα, ο ορογόνος χιτώνας ενός μέλους του ανθρώπινου σώματος είναι υπεύθυνος για την έκκριση ορού· η οροθεραπεία είναι η θεραπεία που στηρίζεται στη χρήση ορού.

οροαντίδραση

ορογόνος, -ος, -ο

οροδιάγνωση

οροθετικός, -ή, -ό

οροθεραπεία

ορονοσία

-σημ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -σημ- αναφέρονται σε αυτό που σημαίνει μία λέξη, ένα σήμα ή ένα σημάδι.Το συστατικό -σημ- προέρχεται από το ουσιαστικό σήμα. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-σημία [simía]

(γλωσς.) Για παράδειγμα, υπάρχει αμφισημία σε κάτι όταν μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους.

αμφισημία, μονοσημία, πολυσημία, ταυτοσημία

-σημο [simo]

Για παράδειγμα, το γραμματόσημο είναι ένα μικρό τυπωμένο κομμάτι χαρτί που το αγοράζουμε και το κολλάμε πάνω σε φάκελο ή σε δέμα πριν το στείλουμε κάπου με το ταχυδρομείο.

αγγελιόσημο, γραμματόσημο, γρηγορόσημο (ειρωνικά, δωροδοκία για τη γρηγορότερη διεξαγωγή μιας υπόθεσης), δικηγορόσημο, δωρόσημο, ένσημο, ιατρόσημο, κηδειόσημο, μεγαρόσημο, μηχανόσημο, νεκρόσημο, οδόσημο, σπατόσημο, υδατόσημο, φορόσημο, χαρτόσημο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Λιγότερες είναι οι λέξεις με -σημο που αναφέρονται σε ορισμένο διακριτικό σήμα ή σημάδι. Για παράδειγμα, το παράσημο είναι ένα διακριτικό σήμα που απονέμεται σε κάποιον ως τιμητική διάκριση, ενώ ορόσημο είναι κάθε σημάδι που τοποθετείται για να δείχνει τα σύνορα μιας έκτασης.

εθνόσημο, εύσημο, ορόσημο, παράσημο, πρόσημο (μαθημ.)

Επίθετα

-σημος [simos], -σημη, -σημο

Για παράδειγμα, μία λέξη είναι πολύσημη όταν έχει περισσότερες από μία σημασίες.

ανεπίσημος, άσημος, διάσημος, επίσημος, ετερόσημος (μαθημ.), μονόσημος, ομόσημος (μαθημ.), πολύσημος, ταυτόσημος

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.