Λεξισκόπιο: ορμάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ορ-μά-ω

Μορφολογία

ορμάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορμώ & ορμάω προφ. ορμάμε & ορμούμε
Βορμάςορμάτε
Γορμά & ορμάει προφ. ορμούν & ορμάν προφ. & ορμάνε προφ. & ορμούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βόρμα προφ. & όρμαγε προφ. ορμάτε
Ενεστώτας-Μετοχήορμώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αόρμηξα & όρμησαορμήξαμε & ορμήσαμε
Βόρμηξες & όρμησεςορμήξατε & ορμήσατε
Γόρμηξε & όρμησεόρμηξαν & όρμησαν & ορμήξαν προφ. & ορμήξανε προφ. & ορμήσαν προφ. & ορμήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορμήξω & ορμήσωορμήξουμε & ορμήσουμε & ορμήξομε διαλ. & ορμήσομε διαλ.
Βορμήξεις & ορμήσειςορμήξετε & ορμήσετε
Γορμήξει & ορμήσειορμήξουν & ορμήσουν & ορμήξουνε προφ. & ορμήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βόρμηξε & όρμησε & όρμα προφ. ορμήξτε & ορμήστε & ορμήχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοορμήξει & ορμήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορμούσα & όρμαγα προφ. ορμούσαμε & ορμάγαμε προφ.
Βορμούσες & όρμαγες προφ. ορμούσατε & ορμάγατε προφ.
Γορμούσε & όρμαγε προφ. ορμούσαν & ορμάγαν προφ. & ορμάγανε προφ. & ορμούσανε προφ. & όρμαγαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ορμάω ρήμ.

  1. Σρίχνομαι2, πέφτω4: Όρμησαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
  2. Σεπιτίθεμαι, χιμάω: Του όρμησε μ' ένα μαχαίρι.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.