Λεξισκόπιο: ορκίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ορ-κί-ζο-μαι

Μορφολογία

ορκίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορκίζωορκίζουμε & ορκίζομε διαλ.
Βορκίζειςορκίζετε
Γορκίζειορκίζουν & ορκίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βόρκιζεορκίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήορκίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αόρκισαορκίσαμε
Βόρκισεςορκίσατε
Γόρκισεόρκισαν & ορκίσαν προφ. & ορκίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορκίσωορκίσουμε & ορκίσομε διαλ.
Βορκίσειςορκίσετε
Γορκίσειορκίσουν & ορκίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βόρκισεορκίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοορκίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αόρκιζαορκίζαμε
Βόρκιζεςορκίζατε
Γόρκιζεόρκιζαν & ορκίζαν προφ. & ορκίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορκίζομαιορκιζόμαστε
Βορκίζεσαιορκίζεστε & ορκιζόσαστε προφ.
Γορκίζεταιορκίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βορκίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήορκιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορκίστηκα & ορκίσθηκα λόγ. ορκιστήκαμε & ορκισθήκαμε λόγ.
Βορκίστηκες & ορκίσθηκες λόγ. ορκιστήκατε & ορκισθήκατε λόγ.
Γορκίστηκε & ορκίσθηκε λόγ. ορκίστηκαν & ορκίσθηκαν λόγ. & ορκιστήκαν προφ. & ορκιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορκιστώ & ορκισθώ λόγ. ορκιστούμε & ορκισθούμε λόγ.
Βορκιστείς & ορκισθείς λόγ. ορκιστείτε & ορκισθείτε λόγ.
Γορκιστεί & ορκισθεί λόγ. ορκιστούν & ορκισθούν λόγ. & ορκισθούνε λόγ. & ορκιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βορκίσουορκιστείτε & ορκισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοορκιστεί & ορκισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αορκιζόμουν & ορκιζόμουνα προφ. ορκιζόμασταν & ορκιζόμαστε
Βορκιζόσουν & ορκιζόσουνα προφ. ορκιζόσασταν & ορκιζόσαστε προφ.
Γορκιζόταν & ορκιζότανε προφ. ορκίζονταν & ορκιζόντανε προφ. & ορκιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήορκισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ορκίζομαι ρήμ.

  1. Σ: παίρνω όρκο, δίνω όρκο
  2. Συπόσχομαι2, δίνω το λόγο μου: Μου ορκίστηκε να μην το ξανακάνει.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.