Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ορ-γα-νώ-νω
Μορφολογία
οργανώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργανώνω | οργανώνουμε & οργανώνομε διαλ. |
Β | οργανώνεις | οργανώνετε |
Γ | οργανώνει | οργανώνουν & οργανώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οργάνωνε | οργανώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οργανώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργάνωσα | οργανώσαμε |
Β | οργάνωσες | οργανώσατε |
Γ | οργάνωσε | οργάνωσαν & οργανώσαν προφ. & οργανώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργανώσω | οργανώσουμε & οργανώσομε διαλ. |
Β | οργανώσεις | οργανώσετε |
Γ | οργανώσει | οργανώσουν & οργανώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οργάνωσε | οργανώσετε & οργανώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οργανώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργάνωνα | οργανώναμε |
Β | οργάνωνες | οργανώνατε |
Γ | οργάνωνε | οργάνωναν & οργανώναν προφ. & οργανώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργανώνομαι | οργανωνόμαστε |
Β | οργανώνεσαι | οργανώνεστε & οργανωνόσαστε προφ. |
Γ | οργανώνεται | οργανώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οργανούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργανώθηκα | οργανωθήκαμε |
Β | οργανώθηκες | οργανωθήκατε |
Γ | οργανώθηκε | οργανώθηκαν & οργανωθήκαν προφ. & οργανωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργανωθώ | οργανωθούμε |
Β | οργανωθείς | οργανωθείτε |
Γ | οργανωθεί | οργανωθούν & οργανωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οργανώσου | οργανωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οργανωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οργανωνόμουν & οργανωνόμουνα προφ. | οργανωνόμασταν & οργανωνόμαστε |
Β | οργανωνόσουν & οργανωνόσουνα προφ. | οργανωνόσασταν & οργανωνόσαστε προφ. |
Γ | οργανωνόταν & οργανωνότανε προφ. | οργανώνονταν & οργανωνόντανε προφ. & οργανωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | οργανωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
οργανώνω ρήμ.
- Α: αποδιοργανώνω
- Σ: συστηματοποιώ
- Σ: διοργανώνω λόγ.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.