Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ο-πλί-ζω
Μορφολογία
οπλίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οπλίζω | οπλίζουμε & οπλίζομε διαλ. |
Β | οπλίζεις | οπλίζετε |
Γ | οπλίζει | οπλίζουν & οπλίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | όπλιζε | οπλίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οπλίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | όπλισα | οπλίσαμε |
Β | όπλισες | οπλίσατε |
Γ | όπλισε | όπλισαν & οπλίσαν προφ. & οπλίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οπλίσω | οπλίσουμε & οπλίσομε διαλ. |
Β | οπλίσεις | οπλίσετε |
Γ | οπλίσει | οπλίσουν & οπλίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | όπλισε | οπλίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οπλίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | όπλιζα | οπλίζαμε |
Β | όπλιζες | οπλίζατε |
Γ | όπλιζε | όπλιζαν & οπλίζαν προφ. & οπλίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οπλίζομαι | οπλιζόμαστε |
Β | οπλίζεσαι | οπλίζεστε & οπλιζόσαστε προφ. |
Γ | οπλίζεται | οπλίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οπλιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οπλίστηκα & οπλίσθηκα λόγ. | οπλιστήκαμε & οπλισθήκαμε λόγ. |
Β | οπλίστηκες & οπλίσθηκες λόγ. | οπλιστήκατε & οπλισθήκατε λόγ. |
Γ | οπλίστηκε & οπλίσθηκε λόγ. | οπλίστηκαν & οπλίσθηκαν λόγ. & οπλιστήκαν προφ. & οπλιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οπλιστώ & οπλισθώ λόγ. | οπλιστούμε & οπλισθούμε λόγ. |
Β | οπλιστείς & οπλισθείς λόγ. | οπλιστείτε & οπλισθείτε λόγ. |
Γ | οπλιστεί & οπλισθεί λόγ. | οπλιστούν & οπλισθούν λόγ. & οπλισθούνε λόγ. & οπλιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οπλίσου | οπλιστείτε & οπλισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οπλιστεί & οπλισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οπλιζόμουν & οπλιζόμουνα προφ. | οπλιζόμασταν & οπλιζόμαστε |
Β | οπλιζόσουν & οπλιζόσουνα προφ. | οπλιζόσασταν & οπλιζόσαστε προφ. |
Γ | οπλιζόταν & οπλιζότανε προφ. | οπλίζονταν & οπλιζόντανε προφ. & οπλιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | οπλισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
οπλίζω ρήμ.
- Σ: εξοπλίζω1, αρματώνω λαϊκ. Α: αφοπλίζω1
- Σ: εφοδιάζω: οπλισμένος με θάρρος
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.