Λεξισκόπιο: οπισθοδρομικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-πι-σθο-δρο-μι-κός

Μορφολογία

οπισθοδρομικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοοπισθοδρομικόςοιοπισθοδρομικοί
Γενικήτουοπισθοδρομικούτωνοπισθοδρομικών
Αιτιατικήτονοπισθοδρομικότουςοπισθοδρομικούς
Κλητική οπισθοδρομικέ οπισθοδρομικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηοπισθοδρομικήοιοπισθοδρομικές
Γενικήτηςοπισθοδρομικήςτωνοπισθοδρομικών
Αιτιατικήτηνοπισθοδρομικήτιςοπισθοδρομικές
Κλητική οπισθοδρομική οπισθοδρομικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοοπισθοδρομικόταοπισθοδρομικά
Γενικήτουοπισθοδρομικούτωνοπισθοδρομικών
Αιτιατικήτοοπισθοδρομικόταοπισθοδρομικά
Κλητική οπισθοδρομικό οπισθοδρομικά

οπισθοδρομικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοοπισθοδρομικότεροςοιοπισθοδρομικότεροι
Γενικήτουοπισθοδρομικότερουτωνοπισθοδρομικότερων
Αιτιατικήτονοπισθοδρομικότεροτουςοπισθοδρομικότερους
Κλητική οπισθοδρομικότερε οπισθοδρομικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηοπισθοδρομικότερηοιοπισθοδρομικότερες
Γενικήτηςοπισθοδρομικότερηςτωνοπισθοδρομικότερων
Αιτιατικήτηνοπισθοδρομικότερητιςοπισθοδρομικότερες
Κλητική οπισθοδρομικότερη οπισθοδρομικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοοπισθοδρομικότεροταοπισθοδρομικότερα
Γενικήτουοπισθοδρομικότερουτωνοπισθοδρομικότερων
Αιτιατικήτοοπισθοδρομικότεροταοπισθοδρομικότερα
Κλητική οπισθοδρομικότερο οπισθοδρομικότερα

οπισθοδρομικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοοπισθοδρομικότατοςοιοπισθοδρομικότατοι
Γενικήτουοπισθοδρομικότατουτωνοπισθοδρομικότατων
Αιτιατικήτονοπισθοδρομικότατοτουςοπισθοδρομικότατους
Κλητική οπισθοδρομικότατε οπισθοδρομικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηοπισθοδρομικότατηοιοπισθοδρομικότατες
Γενικήτηςοπισθοδρομικότατηςτωνοπισθοδρομικότατων
Αιτιατικήτηνοπισθοδρομικότατητιςοπισθοδρομικότατες
Κλητική οπισθοδρομικότατη οπισθοδρομικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοοπισθοδρομικότατοταοπισθοδρομικότατα
Γενικήτουοπισθοδρομικότατουτωνοπισθοδρομικότατων
Αιτιατικήτοοπισθοδρομικότατοταοπισθοδρομικότατα
Κλητική οπισθοδρομικότατο οπισθοδρομικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

οπισθοδρομικός επίθ.

Σαναχρονιστικός Ανεοτεριστικός

Προθήματα - Επιθήματα

-δρομ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δρομ- αναφέρονται στην κάλυψη μιας απόστασης είτε με τα πόδια είτε με όχημα.Το συστατικό -δρομ- προέρχεται από το ουσιαστικό δρόμος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δρομώ [δromó]

Για παράδειγμα, κανείς λοξοδρομεί όταν βγαίνει από την ευθεία πορεία και κινείται προς τα πλάγια και παγοδρομεί όταν κινείται γλιστρώντας πάνω σε επιφάνεια πάγου.

αλλαξοδρομώ, ιστιοδρομώ, λοξοδρομώ, οπισθοδρομώ, ορθοδρομώ, ουριοδρομώ, παγοδρομώ, παλινδρομώ, πελαγοδρομώ, πισωδρομώ, πλαγιοδρομώ, τροχοδρομώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το ρήμα σταδιοδρομώ σήμαινε αρχικά «τρέχω μέσα στο στάδιο». Σήμερα η σημασία του είναι διαφορετική και δηλώνει ότι ακολουθώ ένα επάγγελμα, κάνω καριέρα σε κάποιον τομέα.

Τα ρήματα πεζοδρομώ και μονοδρομώ αναφέρονται στη μετατροπή ενός δρόμου σε πεζόδρομο ή μονόδρομο αντίστοιχα.

Ουσιαστικά

-δρόμηση [δrómisi]

Για παράδειγμα, η πεζοδρόμηση ενός δρόμου είναι η μετατροπή του σε πεζόδρομο.

λοξοδρόμηση, μονοδρόμηση, οπισθοδρόμηση, ορθοδρόμηση, παλινδρόμηση, πεζοδρόμηση, πελαγοδρόμηση, ταχυδρόμηση, τροχοδρόμηση

-δρομία [δromía]

Για παράδειγμα, η ποδηλατοδρομία είναι αθλητικός αγώνας ταχύτητας με ποδήλατα· στη λαμπαδηδρομία οι δρομείς τρέχουν με αναμμένες δάδες.

αρματοδρομία, αυτοκινητοδρομία, ιπποδρομία, ιστιοδρομία, κυνοδρομία, λαμπαδηδρομία, παγοδρομία, πεζοδρομία, ποδηλατοδρομία, σκυταλοδρομία, σταδιοδρομία, χιονοδρομία

-δρόμιο [δrómio]

Για παράδειγμα, το παγοδρόμιο είναι ο χώρος όπου γίνονται οι παγοδρομίες· το αεροδρόμιο είναι ο ειδικός χώρος για την προσγείωση και απογείωση των αεροπλάνων.

αεροδρόμιο, αυτοκινητοδρόμιο, ελικοδρόμιο, ιπποδρόμιο, κοσμοδρόμιο, παγοδρόμιο, πεζοδρόμιο, ποδηλατοδρόμιο, χιονοδρόμιο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το εορτοδρόμιο είναι εκκλησιαστικό βιβλίο που περιλαμβάνει τα κείμενα που διαβάζονται σε κάθε γιορτή του έτους.

-δρομος [δromos]

Για παράδειγμα, πεζόδρομος είναι ο δρόμος που είναι αποκλειστικά για πεζούς· ο ασφαλτόδρομος είναι ο δρόμος που είναι στρωμένος με άσφαλτο.

αεροδιάδρομος, αμαξόδρομος, αυτοκινητόδρομος, διάδρομος, ιππόδρομος, καρόδρομος, κατσικόδρομος, λεωφορειόδρομος, μονόδρομος, παράδρομος, πεζόδρομος, ποδαρόδρομος, ποδηλατόδρομος, σιδηρόδρομος, χωματόδρομος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ο πρόδρομος είναι ο πρωτοπόρος, αυτός που ανοίγει το δρόμο για κάτι σημαντικό. Ως κύριο όνομα, Πρόδρομος, αναφέρεται στον Ιωάννη το Βαπτιστή.

✔ Ιδιαίτερη σημασία έχει η λέξη περίδρομος, η οποία δηλώνει τον πόνο στα έντερα ή στο στομάχι. Η λέξη απαντά κυρίως στη φράση τρώω τον περίδρομο (= τρώω πάρα πολύ).

-δρόμος [δrómos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο μαραθωνοδρόμος είναι ο αθλητής που τρέχει στο μαραθώνιο· ο ταχυδρόμος είναι ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει τα γράμματα.

αρματοδρόμος, θαλασσοδρόμος, ιστιοδρόμος, λαμπαδηδρόμος, μαραθωνοδρόμος, παγοδρόμος, ποδηλατοδρόμος, σκυταλοδρόμος, ταχυδρόμος, χιονοδρόμος

Επίθετα

-δρομικός [δromikós], -δρομική, -δρομικό

Για παράδειγμα, το χιονοδρομικό κέντρο σχετίζεται με τη χιονοδρομία· ο σιδηροδρομικός σταθμός σχετίζεται με το σιδηρόδρομο.

αεροδρομικός, αναδρομικός, εκδρομικός, ιπποδρομικός, ιστιοδρομικός, καταδρομικός, λοξοδρομικός, οπισθοδρομικός, παγοδρομικός, παλινδρομικός, σιδηροδρομικός, ταχυδρομικός, χιονοδρομικός

-δρομος [δromos], -δρομη, -δρομο

Για παράδειγμα, μία αμφίδρομη κίνηση πραγματοποιείται προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις.

αμφίδρομος, ανάδρομος, παλίνδρομος, πρόδρομος (ιατρ., κυρίως στη φράση πρόδρομα φαινόμενα)

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.