Λεξισκόπιο: ξυπνάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξυ-πνά-ω

Μορφολογία

ξυπνάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυπνώ & ξυπνάω προφ. ξυπνάμε & ξυπνούμε
Βξυπνάςξυπνάτε
Γξυπνά & ξυπνάει προφ. ξυπνούν & ξυπνάν προφ. & ξυπνάνε προφ. & ξυπνούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξύπνα προφ. & ξύπναγε προφ. ξυπνάτε
Ενεστώτας-Μετοχήξυπνώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξύπνησαξυπνήσαμε
Βξύπνησεςξυπνήσατε
Γξύπνησεξύπνησαν & ξυπνήσαν προφ. & ξυπνήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυπνήσωξυπνήσουμε & ξυπνήσομε διαλ.
Βξυπνήσειςξυπνήσετε
Γξυπνήσειξυπνήσουν & ξυπνήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξύπνησε & ξύπνα προφ. ξυπνήσετε & ξυπνήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοξυπνήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυπνούσα & ξύπναγα προφ. ξυπνούσαμε & ξυπνάγαμε προφ.
Βξυπνούσες & ξύπναγες προφ. ξυπνούσατε & ξυπνάγατε προφ.
Γξυπνούσε & ξύπναγε προφ. ξυπνούσαν & ξυπνάγαν προφ. & ξυπνάγανε προφ. & ξυπνούσανε προφ. & ξύπναγαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξυπνάω ρήμ.

  1. Σαφυπνίζω1 λόγ.: Θα ξυπνήσεις το μωρό. Ακοιμίζω1
  2. Σσηκώνομαι: Ξύπνησε πρωί πρωί. Ακοιμάμαι
  3. Σπονηρεύω2: Ξύπνησε και ζητάει μερίδιο της περιουσίας.
  4. Σζωντανεύω4: Ξύπνησαν μέσα της μνήμες του παρελθόντος.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.