Λεξισκόπιο: ξυλοκοπάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξυ-λο-κο-πά-ω

Μορφολογία

ξυλοκοπάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπάω προφ. & ξυλοκοπώ προφ. ξυλοκοπάμε προφ. & ξυλοκοπούμε προφ.
Βξυλοκοπείς & ξυλοκοπάς προφ. ξυλοκοπείτε & ξυλοκοπάτε προφ.
Γξυλοκοπεί & ξυλοκοπά προφ. & ξυλοκοπάει προφ. ξυλοκοπάν προφ. & ξυλοκοπάνε προφ. & ξυλοκοπούν προφ. & ξυλοκοπούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βξυλοκοπείτε & ξυλοκοπάτε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήξυλοκοπώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκόπησαξυλοκοπήσαμε
Βξυλοκόπησεςξυλοκοπήσατε
Γξυλοκόπησεξυλοκόπησαν & ξυλοκοπήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπήσωξυλοκοπήσουμε & ξυλοκοπήσομε διαλ.
Βξυλοκοπήσειςξυλοκοπήσετε
Γξυλοκοπήσειξυλοκοπήσουν & ξυλοκοπήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξυλοκόπησεξυλοκοπήσετε & ξυλοκοπήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοξυλοκοπήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπούσα & ξυλοκόπαγα προφ. ξυλοκοπούσαμε & ξυλοκοπάγαμε προφ.
Βξυλοκοπούσες & ξυλοκόπαγες προφ. ξυλοκοπούσατε & ξυλοκοπάγατε προφ.
Γξυλοκοπούσε & ξυλοκόπαγε προφ. ξυλοκοπούσαν & ξυλοκοπάγαν προφ. & ξυλοκοπάγανε προφ. & ξυλοκοπούσανε προφ. & ξυλοκόπαγαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπούμαι & ξυλοκοπιέμαι προφ. ξυλοκοπούμαστε & ξυλοκοπιόμαστε προφ.
Βξυλοκοπείσαι & ξυλοκοπιέσαι προφ. ξυλοκοπείστε & ξυλοκοπιέστε προφ.
Γξυλοκοπείται & ξυλοκοπιέται προφ. ξυλοκοπούνται & ξυλοκοπιούνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βξυλοκοπείστε & ξυλοκοπιέστε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήξυλοκοπούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπήθηκαξυλοκοπηθήκαμε
Βξυλοκοπήθηκεςξυλοκοπηθήκατε
Γξυλοκοπήθηκεξυλοκοπήθηκαν & ξυλοκοπηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπηθώξυλοκοπηθούμε
Βξυλοκοπηθείςξυλοκοπηθείτε
Γξυλοκοπηθείξυλοκοπηθούν & ξυλοκοπηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξυλοκοπήσουξυλοκοπηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοξυλοκοπηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξυλοκοπιόμουν προφ. ξυλοκοπιόμασταν προφ. & ξυλοκοπιόμαστε προφ.
Βξυλοκοπιόσουν προφ. ξυλοκοπιόσασταν προφ. & ξυλοκοπιόσαστε προφ.
Γξυλοκοπούνταν & ξυλοκοπείτο λόγ. & ξυλοκοπιόταν προφ. ξυλοκοπούνταν & ξυλοκοπούντο λόγ. & ξυλοκοπιούνταν προφ. & ξυλοκοπιόνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήξυλοκοπημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξυλοκοπάω ρήμ. προφ.

Σξυλοφορτώνω προφ., σπάω στο ξύλο, πλακώνω5 προφ.

Προθήματα - Επιθήματα

-κοπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κοπ- αναφέρονται στην ενέργεια της κοπής ή (μεταφορικά) σε μια ενέργεια που γίνεται σε έντονο βαθμό.Το συστατικό -κοπ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κόπτω (= κόβω, χτυπώ, κουράζομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-κοπάω [kopáo]

Δηλώνει μία ενέργεια που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, μεθοκοπάει αυτός που μεθάει συχνά και πολύ.

βρομοκοπάω, γλεντοκοπάω, γυαλοκοπάω, ιδροκοπάω, λαμποκοπάω, μεθοκοπάω, φτεροκοπάω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Σπανιότερα, κάποια ρήματα σε -κοπάω έχουν τη σημασία «χτυπάω». Για παράδειγμα, σφυροκοπάω κάτι σημαίνει το χτυπάω με σφυρί.

βροντοκοπάω, γρονθοκοπάω, ξυλοκοπάω, σφυροκοπάω

✔ Τα ρήματα σταυροκοπιέμαι (= κάνω το σταυρό μου) και στηθοκοπιέμαι (= εκφράζω τη θλίψη μου χτυπώντας το στήθος μου) δεν έχουν ενεργητική φωνή.

-κοπώ [kopó] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, χρεοκοπώ σημαίνει φτάνω σε κατάσταση χρεοκοπίας.

φαντασιοκοπώ, χρεοκοπώ

Ουσιαστικά

-κόπος [kópos] (αρσ.)

Δηλώνει το πρόσωπο που κάνει μία ενέργεια σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, ο γλεντοκόπος γλεντάει συνέχεια, γλεντοκοπάει, ενώ στρατοκόπος είναι ο οδοιπόρος.

γλεντοκόπος, ονειροκόπος (σπάνιο), στρατοκόπος (λογοτ.), χαροκόπος (= γλεντοκόπος)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Διαφορετική σημασία έχει η λέξη ξυλοκόπος, η οποία δηλώνει αυτόν που κόβει ξύλα.

Επίθετα

-κοπος [kopos], -κοπη, -κοπο

Για παράδειγμα, δίκοπο μαχαίρι είναι αυτό που κόβει από δύο μεριές, νεόκοπο είναι το νόμισμα νέας κοπής, ενώ ο κατάκοπος είναι ο πολύ κουρασμένος.

αδιάκοπος, άκοπος, δίκοπος, κατάκοπος, μεσόκοπος, νεόκοπος

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.