Λεξισκόπιο: ξενυχτισμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξε-νυ-χτι-σμέ-νος

Μορφολογία

ξενυχτίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξενυχτίζωξενυχτίζουμε & ξενυχτίζομε διαλ.
Βξενυχτίζειςξενυχτίζετε
Γξενυχτίζειξενυχτίζουν & ξενυχτίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξενύχτιζεξενυχτίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήξενυχτίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξενύχτισαξενυχτίσαμε
Βξενύχτισεςξενυχτίσατε
Γξενύχτισεξενύχτισαν & ξενυχτίσαν προφ. & ξενυχτίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξενυχτίσωξενυχτίσουμε & ξενυχτίσομε διαλ.
Βξενυχτίσειςξενυχτίσετε
Γξενυχτίσειξενυχτίσουν & ξενυχτίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξενύχτισεξενυχτίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοξενυχτίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξενύχτιζαξενυχτίζαμε
Βξενύχτιζεςξενυχτίζατε
Γξενύχτιζεξενύχτιζαν & ξενυχτίζαν προφ. & ξενυχτίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήξενυχτισμένος

ξενυχτισμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξενυχτισμένοςοιξενυχτισμένοι
Γενικήτουξενυχτισμένουτωνξενυχτισμένων
Αιτιατικήτονξενυχτισμένοτουςξενυχτισμένους
Κλητική ξενυχτισμένε ξενυχτισμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξενυχτισμένηοιξενυχτισμένες
Γενικήτηςξενυχτισμένηςτωνξενυχτισμένων
Αιτιατικήτηνξενυχτισμένητιςξενυχτισμένες
Κλητική ξενυχτισμένη ξενυχτισμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξενυχτισμένοταξενυχτισμένα
Γενικήτουξενυχτισμένουτωνξενυχτισμένων
Αιτιατικήτοξενυχτισμένοταξενυχτισμένα
Κλητική ξενυχτισμένο ξενυχτισμένα

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.