Λεξισκόπιο: νεκρώνει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νε-κρώ-νει

Μορφολογία

νεκρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεκρώνωνεκρώνουμε & νεκρώνομε διαλ.
Βνεκρώνειςνεκρώνετε
Γνεκρώνεινεκρώνουν & νεκρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνέκρωνενεκρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήνεκρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανέκρωσανεκρώσαμε
Βνέκρωσεςνεκρώσατε
Γνέκρωσενέκρωσαν & νεκρώσαν προφ. & νεκρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεκρώσωνεκρώσουμε & νεκρώσομε διαλ.
Βνεκρώσειςνεκρώσετε
Γνεκρώσεινεκρώσουν & νεκρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνέκρωσενεκρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατονεκρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανέκρωνανεκρώναμε
Βνέκρωνεςνεκρώνατε
Γνέκρωνενέκρωναν & νεκρώναν προφ. & νεκρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεκρώνομαινεκρωνόμαστε
Βνεκρώνεσαινεκρώνεστε & νεκρωνόσαστε προφ.
Γνεκρώνεταινεκρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βνεκρώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεκρώθηκανεκρωθήκαμε
Βνεκρώθηκεςνεκρωθήκατε
Γνεκρώθηκενεκρώθηκαν & νεκρωθήκαν προφ. & νεκρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεκρωθώνεκρωθούμε
Βνεκρωθείςνεκρωθείτε
Γνεκρωθείνεκρωθούν & νεκρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνεκρώσουνεκρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατονεκρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεκρωνόμουν & νεκρωνόμουνα προφ. νεκρωνόμασταν & νεκρωνόμαστε
Βνεκρωνόσουν & νεκρωνόσουνα προφ. νεκρωνόσασταν & νεκρωνόσαστε προφ.
Γνεκρωνόταν & νεκρωνότανε προφ. νεκρώνονταν & νεκρωνόντανε προφ. & νεκρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήνεκρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

νεκρώνω ρήμ.

  1. Σαπονεκρώνω1: Το φάρμακο νέκρωσε το νεύρο.
  2. Σπαραλύω1: Ο πληθωρισμός έχει νεκρώσει το εμπόριο.

νεκρώνει & νεκρώνεται

  1. Σαπονεκρώνεται
  2. Σπαραλύει: Νέκρωσε η αγορά λόγω της κρίσης.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.