Λεξισκόπιο: ναρκοθετώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ναρ-κο-θε-τώ

Μορφολογία

ναρκοθετώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθετώναρκοθετούμε
Βναρκοθετείςναρκοθετείτε
Γναρκοθετείναρκοθετούν & ναρκοθετούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βναρκοθετείτε
Ενεστώτας-Μετοχήναρκοθετώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθέτησαναρκοθετήσαμε
Βναρκοθέτησεςναρκοθετήσατε
Γναρκοθέτησεναρκοθέτησαν & ναρκοθετήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθετήσωναρκοθετήσουμε & ναρκοθετήσομε διαλ.
Βναρκοθετήσειςναρκοθετήσετε
Γναρκοθετήσειναρκοθετήσουν & ναρκοθετήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βναρκοθέτησεναρκοθετήσετε & ναρκοθετήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοναρκοθετήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθετούσαναρκοθετούσαμε
Βναρκοθετούσεςναρκοθετούσατε
Γναρκοθετούσεναρκοθετούσαν & ναρκοθετούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθετούμαιναρκοθετούμαστε
Βναρκοθετείσαιναρκοθετείστε
Γναρκοθετείταιναρκοθετούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βναρκοθετείστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθετήθηκαναρκοθετηθήκαμε
Βναρκοθετήθηκεςναρκοθετηθήκατε
Γναρκοθετήθηκεναρκοθετήθηκαν & ναρκοθετηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκοθετηθώναρκοθετηθούμε
Βναρκοθετηθείςναρκοθετηθείτε
Γναρκοθετηθείναρκοθετηθούν & ναρκοθετηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βναρκοθετήσουναρκοθετηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοναρκοθετηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γναρκοθετούνταν & ναρκοθετείτο λόγ. ναρκοθετούνταν & ναρκοθετούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήναρκοθετημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ναρκοθετώ ρήμ.

  1. Σ: τοποθετώ νάρκες
  2. Συπονομεύω, υποσκάπτω, σαμποτάρω2: Το έργο της κυβέρνησης ναρκοθετείται από τα ίδια της τα στελέχη.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.