Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
μω-ρό
Μορφολογία
μωρό ουσ. ουδ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | μωρό | τα | μωρά |
Γενική | του | μωρού | των | μωρών |
Αιτιατική | το | μωρό | τα | μωρά |
Κλητική | | μωρό | | μωρά |
|
μωράκι ουσ. ουδ. υποκορ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | μωράκι & μωρουδάκι & μωρουδέλι & μωρούλι | τα | μωράκια & μωρουδάκια & μωρουδέλια & μωρούλια |
Γενική | --- | --- |
Αιτιατική | το | μωράκι & μωρουδάκι & μωρουδέλι & μωρούλι | τα | μωράκια & μωρουδάκια & μωρουδέλια & μωρούλια |
Κλητική | | μωράκι & μωρουδάκι & μωρουδέλι & μωρούλι | | μωράκια & μωρουδάκια & μωρουδέλια & μωρούλια |
|
μωρός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | μωρός | οι | μωροί |
Γενική | του | μωρού | των | μωρών |
Αιτιατική | το | μωρό | τους | μωρούς |
Κλητική | | μωρέ | | μωροί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | μωρά & μωρή | οι | μωρές |
Γενική | της | μωράς & μωρής | των | μωρών |
Αιτιατική | τη | μωρά & μωρή | τις | μωρές |
Κλητική | | μωρά & μωρή | | μωρές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | μωρό | τα | μωρά |
Γενική | του | μωρού | των | μωρών |
Αιτιατική | το | μωρό | τα | μωρά |
Κλητική | | μωρό | | μωρά |
|
μωρότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | μωρότερος | οι | μωρότεροι |
Γενική | του | μωρότερου | των | μωρότερων |
Αιτιατική | το | μωρότερο | τους | μωρότερους |
Κλητική | | μωρότερε | | μωρότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | μωρότερη | οι | μωρότερες |
Γενική | της | μωρότερης | των | μωρότερων |
Αιτιατική | τη | μωρότερη | τις | μωρότερες |
Κλητική | | μωρότερη | | μωρότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | μωρότερο | τα | μωρότερα |
Γενική | του | μωρότερου | των | μωρότερων |
Αιτιατική | το | μωρότερο | τα | μωρότερα |
Κλητική | | μωρότερο | | μωρότερα |
|
μωρότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | μωρότατος | οι | μωρότατοι |
Γενική | του | μωρότατου | των | μωρότατων |
Αιτιατική | το | μωρότατο | τους | μωρότατους |
Κλητική | | μωρότατε | | μωρότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | μωρότατη | οι | μωρότατες |
Γενική | της | μωρότατης | των | μωρότατων |
Αιτιατική | τη | μωρότατη | τις | μωρότατες |
Κλητική | | μωρότατη | | μωρότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | μωρότατο | τα | μωρότατα |
Γενική | του | μωρότατου | των | μωρότατων |
Αιτιατική | το | μωρότατο | τα | μωρότατα |
Κλητική | | μωρότατο | | μωρότατα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
μωρό ουσ.
Σ: βρέφος, μπέμπης προφ.
μωρός επίθ. λόγ.
Σ: ανόητος Α: έξυπνος1
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.