Λεξισκόπιο: μπλοκάρω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μπλο-κά-ρω

Μορφολογία

μπλοκάρω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκάρωμπλοκάρουμε & μπλοκάρομε διαλ.
Βμπλοκάρειςμπλοκάρετε
Γμπλοκάρειμπλοκάρουν & μπλοκάρουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμπλοκάριζε & μπλόκαρεμπλοκάρετε
Ενεστώτας-Μετοχήμπλοκάροντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκάρισα & μπλόκαραμπλοκάραμε
Βμπλοκάρισες & μπλόκαρεςμπλοκάρατε
Γμπλοκάρισε & μπλόκαρεμπλοκάρισαν & μπλόκαραν & μπλοκάραν προφ. & μπλοκάρανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκάρωμπλοκάρουμε & μπλοκάρομε διαλ.
Βμπλοκάρειςμπλοκάρετε
Γμπλοκάρειμπλοκάρουν & μπλοκάρουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμπλοκάρισε & μπλόκαρεμπλοκάρετε
Αόριστος-Απαρέμφατομπλοκάρει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκάριζα & μπλόκαραμπλοκάραμε
Βμπλοκάριζες & μπλόκαρεςμπλοκάρατε
Γμπλοκάριζε & μπλόκαρεμπλοκάριζαν & μπλοκάρονταν & μπλόκαραν & μπλοκάραν προφ. & μπλοκάρανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκάρομαιμπλοκαριζόμαστε
Βμπλοκάρεσαιμπλοκάρεστε & μπλοκαριζόσαστε προφ.
Γμπλοκάρεταιμπλοκάρονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμπλοκάρεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκαρίστηκαμπλοκαριστήκαμε
Βμπλοκαρίστηκεςμπλοκαριστήκατε
Γμπλοκαρίστηκεμπλοκαρίστηκαν & μπλοκαριστήκαν προφ. & μπλοκαριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκαριστώμπλοκαριστούμε
Βμπλοκαριστείςμπλοκαριστείτε
Γμπλοκαριστείμπλοκαριστούν & μπλοκαριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμπλοκαρίσουμπλοκαριστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομπλοκαριστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμπλοκαριζόμουν & μπλοκαριζόμουνα προφ. μπλοκαριζόμασταν & μπλοκαριζόμαστε
Βμπλοκαριζόσουν & μπλοκαριζόσουνα προφ. μπλοκαριζόσασταν & μπλοκαριζόσαστε προφ.
Γμπλοκαριζόταν & μπλοκαριζότανε προφ. μπλοκαρίζονταν & μπλοκαριζόντανε προφ. & μπλοκαριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμπλοκαρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μπλοκάρω ρήμ.

  1. Σκαθηλώνω2, παγώνω7: Μπλοκάρουν τις αυξήσεις των μισθών για δύο χρόνια. Ααποδεσμεύω
  2. Σαποκλείω3, κλείνω5: Οι διαδηλωτές έχουν μπλοκάρει τους δρόμους. Αξεμπλοκάρω1
  3. Σπαρεμποδίζω, παρακωλύω: Η διαδήλωση μπλόκαρε την κίνηση στο κέντρο.
  4. Σακινητοποιούμαι, κολλάω6 προφ.: Έχουμε μπλοκάρει μέσα στην κίνηση. Αξεκολλάω2
  5. Σβραχυκυκλώνω2 προφ., κομπλάρω προφ.: Μπλόκαρα και δεν ήξερα τι να του πω.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.