Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
μο-στρά-ρω
Μορφολογία
μοστράρω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστράρω | μοστράρουμε & μοστράρομε διαλ. |
Β | μοστράρεις | μοστράρετε |
Γ | μοστράρει | μοστράρουν & μοστράρουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μοστράριζε & μόστραρε | μοστράρετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | μοστράροντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστράρισα & μόστραρα | μοστράραμε |
Β | μοστράρισες & μόστραρες | μοστράρατε |
Γ | μοστράρισε & μόστραρε | μοστράρισαν & μόστραραν & μοστράραν προφ. & μοστράρανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστράρω | μοστράρουμε & μοστράρομε διαλ. |
Β | μοστράρεις | μοστράρετε |
Γ | μοστράρει | μοστράρουν & μοστράρουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μοστράρισε & μόστραρε | μοστράρετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μοστράρει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστράριζα & μόστραρα | μοστράραμε |
Β | μοστράριζες & μόστραρες | μοστράρατε |
Γ | μοστράριζε & μόστραρε | μοστράριζαν & μοστράρονταν & μόστραραν & μοστράραν προφ. & μοστράρανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστράρομαι | μοστραριζόμαστε |
Β | μοστράρεσαι | μοστράρεστε & μοστραριζόσαστε προφ. |
Γ | μοστράρεται | μοστράρονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστραρίστηκα | μοστραριστήκαμε |
Β | μοστραρίστηκες | μοστραριστήκατε |
Γ | μοστραρίστηκε | μοστραρίστηκαν & μοστραριστήκαν προφ. & μοστραριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστραριστώ | μοστραριστούμε |
Β | μοστραριστείς | μοστραριστείτε |
Γ | μοστραριστεί | μοστραριστούν & μοστραριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μοστραρίσου | μοστραριστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μοστραριστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μοστραριζόμουν & μοστραριζόμουνα προφ. | μοστραριζόμασταν & μοστραριζόμαστε |
Β | μοστραριζόσουν & μοστραριζόσουνα προφ. | μοστραριζόσασταν & μοστραριζόσαστε προφ. |
Γ | μοστραριζόταν & μοστραριζότανε προφ. | μοστραρίζονταν & μοστραριζόντανε προφ. & μοστραριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | μοστραρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
μοστράρω ρήμ. προφ.
- Σ: επιδεικνύω3
- Σ: επιδεικνύομαι, προβάλλομαι, κάνω φιγούρα
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.