Λεξισκόπιο: μισώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μι-σώ

Μορφολογία

μισώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισώμισούμε
Βμισείςμισείτε
Γμισείμισούν & μισούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμισείτε
Ενεστώτας-Μετοχήμισώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμίσησαμισήσαμε
Βμίσησεςμισήσατε
Γμίσησεμίσησαν & μισήσαν προφ. & μισήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισήσωμισήσουμε & μισήσομε διαλ.
Βμισήσειςμισήσετε
Γμισήσειμισήσουν & μισήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμίσησεμισήσετε & μισήστε
Αόριστος-Απαρέμφατομισήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισούσαμισούσαμε
Βμισούσεςμισούσατε
Γμισούσεμισούσαν & μισούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισούμαι & μισιέμαι προφ. μισούμαστε & μισιόμαστε προφ.
Βμισείσαι & μισιέσαι προφ. μισείστε & μισιέστε προφ. & μισιόσαστε προφ.
Γμισείται & μισιέται προφ. μισούνται & μισιούνται προφ. & μισιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμισείστε & μισιέστε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήμισούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισήθηκαμισηθήκαμε
Βμισήθηκεςμισηθήκατε
Γμισήθηκεμισήθηκαν & μισηθήκαν προφ. & μισηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισηθώμισηθούμε
Βμισηθείςμισηθείτε
Γμισηθείμισηθούν & μισηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμισήσουμισηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομισηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμισιόμουν προφ. & μισιόμουνα προφ. μισιόμασταν προφ. & μισιόμαστε προφ.
Βμισιόσουν προφ. & μισιόσουνα προφ. μισιόσασταν προφ. & μισιόσαστε προφ.
Γμισούνταν & μισείτο λόγ. & μισιόταν προφ. & μισιότανε προφ. μισούνταν & μισούντο λόγ. & μισιούνταν προφ. & μισιόνταν προφ. & μισιόντανε προφ. & μισιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμισημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μισώ ρήμ.

  1. Σεχθρεύομαι
  2. Σαποστρέφομαι, απεχθάνομαι, σιχαίνομαι: Μισεί το ψέμα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.