Λεξισκόπιο: μεγεθύνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

με-γε-θύ-νω

Μορφολογία

μεγεθύνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγεθύνωμεγεθύνουμε & μεγεθύνομε διαλ.
Βμεγεθύνειςμεγεθύνετε
Γμεγεθύνειμεγεθύνουν & μεγεθύνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμεγέθυνεμεγεθύνετε
Ενεστώτας-Μετοχήμεγεθύνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγέθυναμεγεθύναμε
Βμεγέθυνεςμεγεθύνατε
Γμεγέθυνεμεγέθυναν & μεγεθύναν προφ. & μεγεθύνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγεθύνωμεγεθύνουμε & μεγεθύνομε διαλ.
Βμεγεθύνειςμεγεθύνετε
Γμεγεθύνειμεγεθύνουν & μεγεθύνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμεγέθυνεμεγεθύνετε
Αόριστος-Απαρέμφατομεγεθύνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγέθυναμεγεθύναμε
Βμεγέθυνεςμεγεθύνατε
Γμεγέθυνεμεγέθυναν & μεγεθύναν προφ. & μεγεθύνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγεθύνομαιμεγεθυνόμαστε
Βμεγεθύνεσαιμεγεθύνεστε & μεγεθυνόσαστε προφ.
Γμεγεθύνεταιμεγεθύνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμεγεθύνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήμεγεθυνόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγεθύνθηκαμεγεθυνθήκαμε
Βμεγεθύνθηκεςμεγεθυνθήκατε
Γμεγεθύνθηκεμεγεθύνθηκαν & μεγεθυνθήκαν προφ. & μεγεθυνθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγεθυνθώμεγεθυνθούμε
Βμεγεθυνθείςμεγεθυνθείτε
Γμεγεθυνθείμεγεθυνθούν & μεγεθυνθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμεγεθύνουμεγεθυνθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομεγεθυνθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεγεθυνόμουν & μεγεθυνόμουνα προφ. μεγεθυνόμασταν & μεγεθυνόμαστε
Βμεγεθυνόσουν & μεγεθυνόσουνα προφ. μεγεθυνόσασταν & μεγεθυνόσαστε προφ.
Γμεγεθυνόταν & μεγεθυνότανε προφ. μεγεθύνονταν & μεγεθυνόντανε προφ. & μεγεθυνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμεγεθυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μεγεθύνω ρήμ.

  1. Σκάνω μεγέθυνση: Να μεγεθύνουμε τη φωτογραφία. Ασμικρύνω
  2. Σμεγαλοποιώ, φουσκώνω2, διογκώνω2 λόγ.: Μεγεθύνουν τις διαφορές.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.