Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
μα-κρο-χρό-νι-ος
μακροχρόνιος επίθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
μακροχρόνιος επίθ.
Σ: μακρύς3, μακρός1 λόγ.: μακροχρόνια διαδικασία Α: βραχύς2 λόγ., σύντομος1
μακρο- [makro]
μακρό- [makró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μακρ- [makr] πριν από φωνήεν
μακρυ- [makri] και μακρύ- [makrí] μόνο με την πρώτη σημασία
Προέρχεται από το επίθετο μακρός.
1. Μεγάλο μήκος
Το μακρο- (συνήθως μακρυ-) σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μεγάλο μήκος (συνήθως για άνθρωπο σε σχέση με κάποιο μέλος του σώματός του). Για παράδειγμα, ο μακρυμάλλης είναι αυτός που έχει μακριά μαλλιά.
μακροβούτι | μακρυπρόσωπος, -η, -ο |
μακρυλαίμης (θηλ. -α) | |
μακρυμάλλης (θηλ. -α) | |
μακρυπόδης (θηλ. -α) | |
μακρυχέρης (θηλ. -α) |
2. Μεγάλη διάρκεια
Το μακρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση έχει μεγάλη χρονική διάρκεια. Για παράδειγμα, μακρολογώ σημαίνει ότι μιλάω για πολλή ώρα.
μακροζωία | μακρόβιος, -α, -ο | μακρηγορώ |
μακροκατάληκτος, -η, -ο | μακρολογώ | |
μακροπρόθεσμος, -η, -ο | ||
μακροχρόνιος, -α, -ο |
ΑΝΤ Κάποιες λέξεις με μακρο- σε αυτή τη σημασία σχηματίζουν αντίθετα με το βραχυ-* (π.χ. μακρόβιος ≠ βραχύβιος, μακρολογώ ≠ βραχυλογώ).
3. Ευρύτερο πεδίο μελέτης
(επιστημ.) Το μακρο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι το πεδίο έρευνας μιας επιστήμης καλύπτει όλη την έκταση του αντικειμένου της. Για παράδειγμα, η μακροοικονομία είναι κλάδος της οικονομίας που μελετά σφαιρικά τα οικονομικά φαινόμενα και όχι μόνον όσα αφορούν συγκεκριμένες ομάδες.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μικρο-* (π.χ. μακροοικονομία ≠ μικροοικονομία).
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Το μακρο- σχηματίζει λέξεις του λεξιλογίου της ιατρικής.