Λεξισκόπιο: λουλουδιάζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λου-λου-διά-ζει

Μορφολογία

λουλουδίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλουλουδίζω & λουλουδιάζωλουλουδίζουμε & λουλουδιάζουμε & λουλουδίζομε διαλ. & λουλουδιάζομε διαλ.
Βλουλουδίζεις & λουλουδιάζειςλουλουδίζετε & λουλουδιάζετε
Γλουλουδίζει & λουλουδιάζειλουλουδίζουν & λουλουδιάζουν & λουλουδίζουνε προφ. & λουλουδιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλουλούδιαζε & λουλούδιζελουλουδίζετε & λουλουδιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήλουλουδίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλουλούδιασα & λουλούδισαλουλουδίσαμε & λουλουδιάσαμε
Βλουλούδιασες & λουλούδισεςλουλουδίσατε & λουλουδιάσατε
Γλουλούδιασε & λουλούδισελουλούδιασαν & λουλούδισαν & λουλουδίσαν προφ. & λουλουδίσανε προφ. & λουλουδιάσαν προφ. & λουλουδιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλουλουδίσω & λουλουδιάσωλουλουδίσουμε & λουλουδιάσουμε & λουλουδίσομε διαλ. & λουλουδιάσομε διαλ.
Βλουλουδίσεις & λουλουδιάσειςλουλουδίσετε & λουλουδιάσετε
Γλουλουδίσει & λουλουδιάσειλουλουδίσουν & λουλουδιάσουν & λουλουδίσουνε προφ. & λουλουδιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλουλούδιασε & λουλούδισελουλουδίστε & λουλουδιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατολουλουδίσει & λουλουδιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλουλούδιαζα & λουλούδιζαλουλουδίζαμε & λουλουδιάζαμε
Βλουλούδιαζες & λουλούδιζεςλουλουδίζατε & λουλουδιάζατε
Γλουλούδιαζε & λουλούδιζελουλούδιαζαν & λουλούδιζαν & λουλουδίζαν προφ. & λουλουδίζανε προφ. & λουλουδιάζαν προφ. & λουλουδιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήλουλουδιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

λουλουδιάζει ρήμ.

Σανθίζει, ανθοφορεί, ανθεί1: Λουλούδιασε ο κήπος.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.