Λεξισκόπιο: λησμονώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λη-σμο-νώ

Μορφολογία

λησμονώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονώ & λησμονάω προφ. λησμονούμε προφ.
Βλησμονείς & λησμονάς προφ. λησμονείτε & λησμονάτε προφ.
Γλησμονεί & λησμονά προφ. & λησμονάει προφ. λησμονάν προφ. & λησμονάνε προφ. & λησμονούν προφ. & λησμονούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλησμόναγε προφ. λησμονείτε & λησμονάτε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήλησμονώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμόνησαλησμονήσαμε
Βλησμόνησεςλησμονήσατε
Γλησμόνησελησμόνησαν & λησμονήσαν προφ. & λησμονήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονήσωλησμονήσουμε & λησμονήσομε διαλ.
Βλησμονήσειςλησμονήσετε
Γλησμονήσειλησμονήσουν & λησμονήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλησμόνησελησμονήσετε & λησμονήστε
Αόριστος-Απαρέμφατολησμονήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονούσα & λησμόναγα προφ. λησμονούσαμε & λησμονάγαμε προφ.
Βλησμονούσες & λησμόναγες προφ. λησμονούσατε & λησμονάγατε προφ.
Γλησμονούσε & λησμόναγε προφ. λησμονούσαν & λησμονάγαν προφ. & λησμονάγανε προφ. & λησμονούσανε προφ. & λησμόναγαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονούμαι & λησμονιέμαι προφ. λησμονούμαστε & λησμονιόμαστε προφ.
Βλησμονείσαι & λησμονιέσαι προφ. λησμονείστε & λησμονιέστε προφ. & λησμονιόσαστε προφ.
Γλησμονείται & λησμονιέται προφ. λησμονούνται & λησμονιούνται προφ. & λησμονιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βλησμονιέστε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήλησμονούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονήθηκαλησμονηθήκαμε
Βλησμονήθηκεςλησμονηθήκατε
Γλησμονήθηκελησμονήθηκαν & λησμονηθήκαν προφ. & λησμονηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονηθώλησμονηθούμε
Βλησμονηθείςλησμονηθείτε
Γλησμονηθείλησμονηθούν & λησμονηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλησμονήσουλησμονηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατολησμονηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλησμονιόμουν προφ. & λησμονιόμουνα προφ. λησμονιόμασταν προφ. & λησμονιόμαστε προφ.
Βλησμονιόσουν προφ. & λησμονιόσουνα προφ. λησμονιόσασταν προφ. & λησμονιόσαστε προφ.
Γλησμονούνταν & λησμονείτο λόγ. & λησμονιόταν προφ. & λησμονιότανε προφ. λησμονούνταν & λησμονούντο λόγ. & λησμονιούνταν προφ. & λησμονιόνταν προφ. & λησμονιόντανε προφ. & λησμονιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήλησμονημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

λησμονώ ρήμ.

Σξεχνάω Αθυμάμαι1


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.