Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
λευ-κός
Μορφολογία
λευκός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | λευκός | οι | λευκοί |
Γενική | του | λευκού | των | λευκών |
Αιτιατική | το | λευκό | τους | λευκούς |
Κλητική | | λευκέ | | λευκοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | λευκή | οι | λευκές |
Γενική | της | λευκής | των | λευκών |
Αιτιατική | τη | λευκή | τις | λευκές |
Κλητική | | λευκή | | λευκές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | λευκό | τα | λευκά |
Γενική | του | λευκού | των | λευκών |
Αιτιατική | το | λευκό | τα | λευκά |
Κλητική | | λευκό | | λευκά |
|
λευκότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | λευκότερος | οι | λευκότεροι |
Γενική | του | λευκότερου | των | λευκότερων |
Αιτιατική | το | λευκότερο | τους | λευκότερους |
Κλητική | | λευκότερε | | λευκότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | λευκότερη | οι | λευκότερες |
Γενική | της | λευκότερης | των | λευκότερων |
Αιτιατική | τη | λευκότερη | τις | λευκότερες |
Κλητική | | λευκότερη | | λευκότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | λευκότερο | τα | λευκότερα |
Γενική | του | λευκότερου | των | λευκότερων |
Αιτιατική | το | λευκότερο | τα | λευκότερα |
Κλητική | | λευκότερο | | λευκότερα |
|
λευκότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | λευκότατος | οι | λευκότατοι |
Γενική | του | λευκότατου | των | λευκότατων |
Αιτιατική | το | λευκότατο | τους | λευκότατους |
Κλητική | | λευκότατε | | λευκότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | λευκότατη | οι | λευκότατες |
Γενική | της | λευκότατης | των | λευκότατων |
Αιτιατική | τη | λευκότατη | τις | λευκότατες |
Κλητική | | λευκότατη | | λευκότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | λευκότατο | τα | λευκότατα |
Γενική | του | λευκότατου | των | λευκότατων |
Αιτιατική | το | λευκότατο | τα | λευκότατα |
Κλητική | | λευκότατο | | λευκότατα |
|
λευκός ουσ. αρσ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | λευκός | οι | λευκοί |
Γενική | του | λευκού | των | λευκών |
Αιτιατική | το | λευκό | τους | λευκούς |
Κλητική | | λευκέ | | λευκοί |
|
λευκή ουσ. θηλ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | λευκή | οι | λευκές |
Γενική | της | λευκής | των | λευκών |
Αιτιατική | τη | λευκή | τις | λευκές |
Κλητική | | λευκή | | λευκές |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
λευκός επίθ.
- Σ: άσπρος1
- Σ: ανοιχτόχρωμος: λευκό κρασί
- Α: έγχρωμος2: λευκή φυλή
- Σ: άγραφος2, κενός1, άδειος1: λευκή κόλλα
- Σ: ανεπίληπτος: λευκό παρελθόν
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.